λάρυγξ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάρυγξ:''' [ᾰ], -υγγος, ὁ, ανώτατο [[μέρος]] του αναπνευστικού [[σωλήνα]], λάρυγγας, σε Αριστ.· στους Ποιητές, [[λαιμός]], [[φάρυγγας]] (ανώτατο [[μέρος]] του πεπτικού [[σωλήνα]]), σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''λάρυγξ:''' [ᾰ], -υγγος, ὁ, ανώτατο [[μέρος]] του αναπνευστικού [[σωλήνα]], λάρυγγας, σε Αριστ.· στους Ποιητές, [[λαιμός]], [[φάρυγγας]] (ανώτατο [[μέρος]] του πεπτικού [[σωλήνα]]), σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάρυγξ:''' υγγος ὁ<br /><b class="num">1)</b> гортань (τοῦ αὐχένος τὸ [[πρόσθιον]] [[μέρος]] λ. ἐστίν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (= [[φάρυγξ]]) глотка, горло (ἐκτέμνειν τὸν λάρυγγά τινος Arph.).
}}
}}