λοίδορος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοίδορος:''' -ον, [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]], σε Ευρ.· επίρρ., <i>λοίδορως</i>, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''λοίδορος:''' -ον, [[κακολόγος]], [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]], σε Ευρ.· επίρρ., <i>λοίδορως</i>, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''λοίδορος:''' <b class="num">1)</b> сопровождаемый бранью ([[ἔρις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> бранный, оскорбительный (πομπεῖαι Men.).<br /><b class="num">II</b> ὁ хулитель Plut.
}}
}}