λοφάω: Difference between revisions

390 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφάω:''' <b class="num">1)</b> (о жаворонке) быть хохлатым Babr.;<br /><b class="num">2)</b> шутл. (по созвучию с [[λιθάω]] страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.
}}
}}