ληΐς: Difference between revisions

183 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληΐς:''' Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί [[λεία]], [[λάφυρο]], αυτό που αρπάζεται με τη [[βία]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[κυρίως]] λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χωρίς]] τη [[σημασία]] της διαρπαγής, βοοειδή, [[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ποίμνιο]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ληΐς:''' Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί [[λεία]], [[λάφυρο]], αυτό που αρπάζεται με τη [[βία]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[κυρίως]] λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χωρίς]] τη [[σημασία]] της διαρπαγής, βοοειδή, [[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ποίμνιο]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληΐς:''' ΐδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> Hom., Aesch., Xen. = [[λεία]] I;<br /><b class="num">2)</b> скот, стадо Hes., Theocr.
}}
}}