3,274,306
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>μετέγνων</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] απόψεις, [[μετανοιώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αλλάζω]] απόψεις σχετικά με ένα [[ζήτημα]], [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], <i>μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα</i>, σε Ευρ.· [[μεταγιγνώσκω]] τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]] ή [[ανακαλώ]] μια προηγούμενη [[απόφαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου ώστε να πράξω [[κάτι]] διαφορετικό, στον ίδ.· [[μεταγιγνώσκω]] ὡς..., [[αλλάζω]] την άποψή μου και [[σκέφτομαι]] ότι..., σε Ξεν. | |lsmtext='''μεταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>μετέγνων</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] απόψεις, [[μετανοιώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αλλάζω]] απόψεις σχετικά με ένα [[ζήτημα]], [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], <i>μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα</i>, σε Ευρ.· [[μεταγιγνώσκω]] τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]] ή [[ανακαλώ]] μια προηγούμενη [[απόφαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου ώστε να πράξω [[κάτι]] διαφορετικό, στον ίδ.· [[μεταγιγνώσκω]] ὡς..., [[αλλάζω]] την άποψή μου και [[σκέφτομαι]] ότι..., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταγιγνώσκω:''' ион. μεταγῑνώσκω<br /><b class="num">1)</b> узнавать впоследствии, в конце концов (ἀπάταν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> менять свое решение, передумывать: μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχιαν μὴ ποιήσασθαι Thuc. (афиняне) раздумали заключать с коркирцами договор о союзе;<br /><b class="num">3)</b> раскаиваться, жалеть (о сделанном) (τὰ πρόσθ᾽ εἰρημένα Eur.): [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Soph. разве нельзя раскаяться (в своих ошибках)?;<br /><b class="num">4)</b> пересматривать, отменять (τὰ προδεδογμένα Thuc.). | |||
}} | }} |