μελάμφυλλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμφυλλος:''' покрытый темной листвой (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).
}}
}}