3,274,277
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ. | |lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελάμφυλλος:''' покрытый темной листвой (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.). | |||
}} | }} |