μυρίζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠρίζω:''' [[αλείφω]] με [[αλοιφή]] ή [[μύρο]], [[μυρώνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεμυρισμένοι τὸ [[σῶμα]], αυτοί που έχουν το [[σώμα]] τους αλειμμένο με [[μύρο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μῠρίζω:''' [[αλείφω]] με [[αλοιφή]] ή [[μύρο]], [[μυρώνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεμυρισμένοι τὸ [[σῶμα]], αυτοί που έχουν το [[σώμα]] τους αλειμμένο με [[μύρο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρίζω:''' натирать благовонными мазями, умащивать (τινά Arph.): μεμυρισμένοι τὸ [[σῶμα]] Her. умастив(шие) свое тело.
}}
}}