3,273,509
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν. | |lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσηρός:''' вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.). | |||
}} | }} |