νοσηρός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηρός:''' вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).
}}
}}