3,274,246
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμότροπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>οἱὁμότροποί τινος</i>, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος, [[ομοειδής]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὁμότροπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>οἱὁμότροποί τινος</i>, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος, [[ομοειδής]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμότροπος:''' <b class="num">1)</b> ведущий такой же образ жизни, имеющий одинаковые привычки или нравы (ὁ. τε καὶ [[ὁμότροφος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> одинаковый, сходный (ἤθεα Her.; τύχαι Plut.): οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου Aesch. люди, похожие на Тимарха. | |||
}} | }} |