ὄναρ: Difference between revisions

654 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνᾰρ:''' τό, χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (οι υπόλοιπες πτώσεις από το [[ὄνειρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όνειρο κατά τη [[διάρκεια]] του ύπνου, σε αντίθ. προς όραμα που εμφανίζεται στον ξύπνιο ([[ὕπαρ]]), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[ὥστε]] μηδ' [[ὄναρ]] [[ἰδεῖν]], λέγεται για βαθύ, ήρεμο ύπνο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., λέγεται για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές, ὀλιγοχρόνιον [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]], σε Θέογν.· παρέρχεται ὡς [[ὄναρ]] [[ἥβη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὄναρ]] ως επίρρ., στο όνειρο, στον ύπνο, [[ὄναρ]] [[ὑμᾶς]] [[καλῶ]], σε Αισχύλ.· μηδ' ἰδὼν [[ὄναρ]], [[ούτε]] καν στα όνειρά μου, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. [[ὕπαρ]].
|lsmtext='''ὄνᾰρ:''' τό, χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (οι υπόλοιπες πτώσεις από το [[ὄνειρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όνειρο κατά τη [[διάρκεια]] του ύπνου, σε αντίθ. προς όραμα που εμφανίζεται στον ξύπνιο ([[ὕπαρ]]), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[ὥστε]] μηδ' [[ὄναρ]] [[ἰδεῖν]], λέγεται για βαθύ, ήρεμο ύπνο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., λέγεται για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές, ὀλιγοχρόνιον [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]], σε Θέογν.· παρέρχεται ὡς [[ὄναρ]] [[ἥβη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὄναρ]] ως επίρρ., στο όνειρο, στον ύπνο, [[ὄναρ]] [[ὑμᾶς]] [[καλῶ]], σε Αισχύλ.· μηδ' ἰδὼν [[ὄναρ]], [[ούτε]] καν στα όνειρά μου, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. [[ὕπαρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνᾰρ:''' <b class="num">I</b> τό (только nom. и acc. sing.)<br /><b class="num">1)</b> сновидение ([[εἶδον]] ὄ. Arph.): [[ἐπειδάν]] τις καθεύδων μηδ᾽ ὄ. μηδὲν ὁρᾷ Plat. когда спят, не видя никаких снов; κατ᾽ ὄ. NT во сне;<br /><b class="num">2)</b> перен. сон, призрак: σκιᾶς ὄ. Pind. призрак тени, т. е. ничто.<br /><b class="num">II</b> adv. во сне, в сновидении: ὄ. τε καὶ [[ὕπαρ]] и [[ὕπαρ]] τε καὶ ὄ. Plat. во сне и наяву.
}}
}}