ὀνειδιστής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειδιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀνειδιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειδιστής:''' οῦ adj. m делающий упреки, порицающий (τῶν ἁμαρτημάτων Arst.).
}}
}}