ὀρύσσω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>ὀρύξω</i>, αόρ. αʹ [[ὤρυξα]], Επικ. <i>ὄρυξα</i>, παρακ. <i>ὀρώρῠχα</i>, υπερσ. [[ὠρωρύχειν]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὠρυξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ὀρυχθήσομαι</i> και <i>ὀρῠχήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ὠρύχθην]], παρακ. [[ὀρώρυγμαι]], υπερσ. <i>ὀρωρύγμην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] μια τάφρο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ ὀρυχθέν = [[ὄρυγμα]], [[διώρυγα]], [[τάφρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαλίζω]] ένα [[φυτό]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., <i>λίθους ὀρύξασθαι</i>, [[αναθέτω]] σε κάποιον να ανασκάψει και να εξαγάγει πετρώματα, σε Ηρόδ. — Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]], [[χώμα]] που ανασκάφτηκε, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σκάβω]] διαμέσου, δηλ. φτιάχνω μια δίοδο [[μεταξύ]] (όπως το <i>διορύσσειν</i>), τὸν ἰσθμὸν [[ὀρύσσω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· τὸ [[χωρίον]] [[ὀρώρυκτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[θάβω]], [[ἔγχος]] ὀρύξας, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> πὺξ [[ὀρύσσω]], λέγεται για πυγμάχο, [[δίνω]] μια [[σπρωξιά]] ή μια δυνατή μπουνιά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>ὀρύξω</i>, αόρ. αʹ [[ὤρυξα]], Επικ. <i>ὄρυξα</i>, παρακ. <i>ὀρώρῠχα</i>, υπερσ. [[ὠρωρύχειν]] — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ὠρυξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>ὀρυχθήσομαι</i> και <i>ὀρῠχήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ὠρύχθην]], παρακ. [[ὀρώρυγμαι]], υπερσ. <i>ὀρωρύγμην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] μια τάφρο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ ὀρυχθέν = [[ὄρυγμα]], [[διώρυγα]], [[τάφρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκαλίζω]] ένα [[φυτό]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., <i>λίθους ὀρύξασθαι</i>, [[αναθέτω]] σε κάποιον να ανασκάψει και να εξαγάγει πετρώματα, σε Ηρόδ. — Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]], [[χώμα]] που ανασκάφτηκε, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σκάβω]] διαμέσου, δηλ. φτιάχνω μια δίοδο [[μεταξύ]] (όπως το <i>διορύσσειν</i>), τὸν ἰσθμὸν [[ὀρύσσω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· τὸ [[χωρίον]] [[ὀρώρυκτο]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[θάβω]], [[ἔγχος]] ὀρύξας, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> πὺξ [[ὀρύσσω]], λέγεται για πυγμάχο, [[δίνω]] μια [[σπρωξιά]] ή μια δυνατή μπουνιά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρύσσω:''' атт. [[ὀρύττω]]<br /><b class="num">1)</b> рыть, выкапывать (τάφρον, βόθρον Hom.; [[ὄρυγμα]], [[ἔλυτρον]] Her.; εὐνὰς ταῖς ὁπλαῖς Arph.; ληνὸν ἐν τῷ ἀμπελῶνι NT); прорывать, проводить (ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> прокапывать, прорывать, пересекать рвом или каналом (ἰσθμόν, τὸ [[χωρίον]] Her.; γῆν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> закапывать ([[ἔγχος]] Soph.; τὸ [[τάλαντον]] ἐν τῇ γῇ NT);<br /><b class="num">4)</b> перен. вколачивать, втыкать: πὺξ ὀ. Arph. дать тумака;<br /><b class="num">5)</b> выкапывать из земли, добывать рытьем (ὀ. [[μῶλυ]] Hom.; ὀρύξασθαι λίθους Her.): ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]] Hom. вынутая (при землекопных работах) земля.
}}
}}