3,274,754
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄχλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμενο [[πλήθος]], [[συνάθροιση]], όχλος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ [[ὄχλος]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, η [[μάζα]] των στρατιωτών, σε Ξεν.· <i>τῷ ὄχλῳ</i>, από αριθμητικής πλευράς, σε Θουκ.· <i>οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι</i>, απείθαρχες μάζες ανθρώπων όπως αυτές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]], ο [[χύδην]] [[λαός]], όχλος, Λατ. [[turba]], σε αντίθ. προς το [[δῆμος]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[μάζα]], [[ποικιλομορφία]]· [[ὄχλος]] λόγων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[turba]], [[ενόχληση]], [[μπελάς]], <i>ὄχλον παρέχειν τινί</i>, [[ενοχλώ]] κάποιον, σε Ηρόδ.· δι' ὅχλου [[εἶναι]], [[γενέσθαι]], είμαι ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. | |lsmtext='''ὄχλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μετακινούμενο [[πλήθος]], [[συνάθροιση]], όχλος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ [[ὄχλος]] [[τῶν]] στρατιωτῶν, η [[μάζα]] των στρατιωτών, σε Ξεν.· <i>τῷ ὄχλῳ</i>, από αριθμητικής πλευράς, σε Θουκ.· <i>οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι</i>, απείθαρχες μάζες ανθρώπων όπως αυτές, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]], ο [[χύδην]] [[λαός]], όχλος, Λατ. [[turba]], σε αντίθ. προς το [[δῆμος]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[μάζα]], [[ποικιλομορφία]]· [[ὄχλος]] λόγων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Λατ. [[turba]], [[ενόχληση]], [[μπελάς]], <i>ὄχλον παρέχειν τινί</i>, [[ενοχλώ]] κάποιον, σε Ηρόδ.· δι' ὅχλου [[εἶναι]], [[γενέσθαι]], είμαι ή [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄχλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> множество, масса, толпа (στρατοῦ Aesch.; ἵππων, ἄστρων Eur.; ἀνθρώπων, λαῶν Arph.; [[νεῶν]] Thuc.): ὁ ὄ. ὁ [[ξενικός]] Thuc. толпа иноземных наемников; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν Xen. и οἱ ὄχλοι Polyb. солдатская масса; ὄχλου [[φυγή]] Plut. = лат. poplifugia;<br /><b class="num">2)</b> обозные войска, нестроевые отряды (τὰ σκευοφόρα καὶ ὁ ὄ. Xen.);<br /><b class="num">3)</b> беспорядочное скопище, толпа, чернь (πλῆθός τε καὶ ὄ. Plat.);<br /><b class="num">4)</b> беспокойство, затруднение, неудобство (ὄχλον παρέχειν τινί Her., Xen.): δι᾽ ὄχλου εἶναί τινι Thuc., Arph. быть кому-л. в тягость, беспокоить кого-л. | |||
}} | }} |