πιπράσκω: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιπράσκω:''' Ιων. [[πιπρήσκω]], συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-περάσκω</i>, αναδιπλ. [[τύπος]] από [[περάω]] Β, παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράκει</i> — Παθ., μέλ. <i>πραθήσομαι</i> και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ [[ἐπράθην]] [ᾱ], Ιων. [[ἐπρήθην]]· παρακ. <i>πέπρᾱμαι</i>, Ιων. <i>πέπρημαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπέπρᾱτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πουλώ]], σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, [[πωλούμαι]], [[ιδίως]] προς [[εξαγωγή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[πουλώ]], [[προδίδω]] εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. [[πέπραμαι]], έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''πιπράσκω:''' Ιων. [[πιπρήσκω]], συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-περάσκω</i>, αναδιπλ. [[τύπος]] από [[περάω]] Β, παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράκει</i> — Παθ., μέλ. <i>πραθήσομαι</i> και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ [[ἐπράθην]] [ᾱ], Ιων. [[ἐπρήθην]]· παρακ. <i>πέπρᾱμαι</i>, Ιων. <i>πέπρημαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπέπρᾱτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πουλώ]], σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, [[πωλούμαι]], [[ιδίως]] προς [[εξαγωγή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[πουλώ]], [[προδίδω]] εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. [[πέπραμαι]], έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πιπράσκω:''' ион. [[πιπρήσκω]] (fut. и aor. - от [[πωλέω]] и ἀποδίδομαι, pf. [[πέπρακα|πέπρᾱκα]], ppf. ἐπεπράκειν с ᾱ; pass.: fut. 3 πεπράσομαι с ᾱ - редко πραθήσομαι, aor. [[ἐπράθην]] - ион. [[ἐπρήθην]]; adj. verb. [[πρατός|πρᾱτός]] и [[πρατέος|πρᾱτέος]])<br /><b class="num">1)</b> вывозить на продажу, продавать (ἐς Λιβύην Her.): ὀλίγου πεπρᾶσθαι Lys. быть проданным за бесценок; ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Plat. покупаемое и продаваемое; τούτων τῶν χρημάτων πεπρᾶσθαι Xen. быть проданным за эти деньги;<br /><b class="num">2)</b> предавать: πεπρακέναι αὑτούς τινι Dem. продаться кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> быть обреченным или подвластным (πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν NT).
}}
}}