3,273,590
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλώϊμος:''' ή [[πλόϊμος]], -ον ([[πλώω]]), [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[κατάλληλος]] για τη [[θάλασσα]], αξιόπλοος.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[ναυτιλία]], <i>πλωϊμοτέρων γενομένων</i> ή <i>ὄντων</i>, [[καθώς]] η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, [[καθώς]] οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ. | |lsmtext='''πλώϊμος:''' ή [[πλόϊμος]], -ον ([[πλώω]]), [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[κατάλληλος]] για τη [[θάλασσα]], αξιόπλοος.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[ναυτιλία]], <i>πλωϊμοτέρων γενομένων</i> ή <i>ὄντων</i>, [[καθώς]] η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, [[καθώς]] οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλώϊμος:''' <b class="num">1)</b> годный для плавания (τριήρεις Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> годный для судостроения, корабельный (τὰ ξύλα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> судоходный ([[ποταμός]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> благоприятствующий плаванию: πλωϊμωτέρων γενομένων или ὄντων Thuc. когда условия мореплавания стали более благоприятны. | |||
}} | }} |