προεξετάζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεξετάζω:''' заранее исследовать (τι Luc., Sext.).
}}
}}