σμύχω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμύχω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔσμυξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσμύχθην</i>, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· [[υποκαίω]], [[λιώνω]], [[καίω]] σε σιγανή [[φωτιά]] — Παθ., καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
|lsmtext='''σμύχω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἔσμυξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσμύχθην</i>, αόρ. βʹ ἐσμύγην [ῠ]· [[υποκαίω]], [[λιώνω]], [[καίω]] σε σιγανή [[φωτιά]] — Παθ., καίγομαι [[σιγά]] [[σιγά]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''σμύχω:''' (ῡ) медленно сжигать: ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο Hom. словно весь Илион сгорал на медленном огне.
}}
}}