σκερβόλλω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκερβόλλω:''' [[υβρίζω]], [[λοιδορώ]], [[ψέγω]], [[χλευάζω]], [[σκερβόλλω]] πονηρά, [[χρησιμοποιώ]] χυδαίες εκφράσεις, [[ονειδίζω]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σκερβόλλω:''' [[υβρίζω]], [[λοιδορώ]], [[ψέγω]], [[χλευάζω]], [[σκερβόλλω]] πονηρά, [[χρησιμοποιώ]] χυδαίες εκφράσεις, [[ονειδίζω]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σκερβόλλω:''' [[σκῶρ]] обливать грязью, оскорблять: σ. [[πονηρά]] Arph. непристойно ругаться.
}}
}}