στάλαγμα: Difference between revisions

4
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.
|elnltext=στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.
}}
{{elru
|elrutext='''στάλαγμα:''' ατος (τᾰ) τό досл. капля, перен. струя: φοινίου σ. Soph. струя крови, кровь; δαιμόνων σταλάγματα Aesch. ядовитая жидкость, отрава.
}}
}}