στέαρ: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέᾰρ:''' τό, γεν. <i>στέατος</i> (ως [[τροχαίος]], δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √<i>ΣΤΑ</i> του <i>ἵ-στη-μι</i>)· σκληρό [[λίπος]], [[πάχος]], [[ξύγκι]], Λατ. [[sebum]], αντίθ. προς το [[πιμελή]], Λατ. [[adeps]], μαλακό [[λίπος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
|lsmtext='''στέᾰρ:''' τό, γεν. <i>στέατος</i> (ως [[τροχαίος]], δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √<i>ΣΤΑ</i> του <i>ἵ-στη-μι</i>)· σκληρό [[λίπος]], [[πάχος]], [[ξύγκι]], Λατ. [[sebum]], αντίθ. προς το [[πιμελή]], Λατ. [[adeps]], μαλακό [[λίπος]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''στέᾱρ:''' στέᾱτος τό (gen. у Hom. двусложн.)<br /><b class="num">1)</b> сало, жир (преимущ. в твердом состоянии) Hom., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[σταῖς]].
}}
}}