συμφοιτάω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συχνάζω]] [[κάπου]] από κοινού, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] [[φοιτώ]] σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συμφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συχνάζω]] [[κάπου]] από κοινού, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] [[φοιτώ]] σε σχολείο μαζί με άλλους, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφοιτάω:''' ион. συμφοιτέω<br /><b class="num">1)</b> вместе хаживать: σ. ἐς τωυτό Her. собираться в одно место;<br /><b class="num">2)</b> вместе посещать школу Arph., Plat., Dem.: σ. τινι Luc. ходить в школу с кем-л.; σ. [[παρά]] τινα Plat. ходить в школу к кому-л.; εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖά τινι σ. Xen. ходить с кем-л. в одну и ту же школу, т. е. быть чьим-л. школьным товарищем.
}}
}}