συνυπουργέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνυπουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνυπηρετώ]], [[συμβοηθώ]], [[συνεργάζομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
|lsmtext='''συνυπουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνυπηρετώ]], [[συμβοηθώ]], [[συνεργάζομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνυπουργέω:''' содействовать, помогать: σ. τινι Luc. содействовать кому-л., NT содействовать (кому-л.) чем-л.
}}
}}