3,273,681
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντέλεια:''' ἡ ([[συντελέω]] II),<br /><b class="num">I.</b> από κοινού [[καταβολή]] χρημάτων, [[κοινή]] [[συνεισφορά]] για την [[κάλυψη]] δημοσίων αναγκών, [[φόρος]], σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν [[τὰς]] χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[σώμα]] που αποτελείτο από [[πέντε]], έξι, [[δέκα]] ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομήγυρη]], [[άθροισμα]], λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν <i>τέλειοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> συντονισμένη [[προσπάθεια]], από κοινού [[ενέργεια]], από κοινού [[εκτέλεση]] ενός σχεδίου, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συντέλεια:''' ἡ ([[συντελέω]] II),<br /><b class="num">I.</b> από κοινού [[καταβολή]] χρημάτων, [[κοινή]] [[συνεισφορά]] για την [[κάλυψη]] δημοσίων αναγκών, [[φόρος]], σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν [[τὰς]] χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[σώμα]] που αποτελείτο από [[πέντε]], έξι, [[δέκα]] ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ομήγυρη]], [[άθροισμα]], λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν <i>τέλειοι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> συντονισμένη [[προσπάθεια]], από κοινού [[ενέργεια]], από κοινού [[εκτέλεση]] ενός σχεδίου, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντέλεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> совместное уплачивание: εἰς συντέλειαν [[ἀγαγεῖν]] τι Dem. устраивать что-л. на общий счет;<br /><b class="num">2)</b> доля в платеже, квота, взнос (μικρᾶς συντελείας ἑκάστω γιγνομένης Dem.): χρημάτων συντέλειαν ποιεῖν Dem. участвовать в уплате денежной повинности, уплачивать свой взнос;<br /><b class="num">3)</b> синтелия (группа плательщиков, совместно финансирующих какое-л. общественное мероприятие): αἱ συντέλειαι τῶν τριηράρχων Dem. синтелии, обязанные поставить на свой счет государству по одной триреме; εἰς συντέλειαν συναγόμενοι εἰς τὰ [[δέκα]] τάλαντα Dem. лица, объединившиеся в синтелию для уплаты 10 талантов;<br /><b class="num">4)</b> политическое содружество, федерация, объединение Polyb., Diod., Plut.;<br /><b class="num">5)</b> сообщество, сонм (sc. τῶν [[θεῶν]] Aesch.);<br /><b class="num">6)</b> общая (конечная) цель (ἡ σ. ὅπῃ ποτὲ τῷ παντὶ ξυμβάλλεται Plat.);<br /><b class="num">7)</b> завершение, окончание (τῶν αἰώνων NT): τὴν συντέλειαν ἔχειν Polyb. быть оконченным; συντέλειαν λαμβάνειν Polyb. оканчиваться; συντέλειαν ἐπιθεῖναι или ἐπιθέσθαι τινί Polyb. положить конец чему-л.;<br /><b class="num">8)</b> зрелость (τῶν καρπῶν Plut.);<br /><b class="num">9)</b> грам. прошедшее законченное время, перфект. | |||
}} | }} |