τυννοῦτος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τυννοῦτος:''' -ον και -ο, επιτετ. [[τύπος]] του [[τυννός]], Λατ. [[tantillus]], σε Αριστοφ.· με δεικτικό <i>ι</i>, τυννουτοσί, <i>-ονί</i>, στον ίδ.· γεν. και δοτ. <i>τυννουτουί</i>, <i>-ῳι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυννοῦτος:''' столь малый Arph.
}}
}}