ὑπομενετικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπομενετικός:''' и [[ὑπομενητικός]] 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.
}}
}}