ὑπέροπλος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που με [[υπερηφάνεια]] έχει [[εμπιστοσύνη]], πιστεύει στη [[δύναμη]] των όπλων του, απείθαρχος, [[θρασύς]], [[αυθάδης]], ὑπέροπλον [[εἰπεῖν]] (ως επίρρ.), [[μιλώ]] με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἠνορέη]], [[βίη]] [[ὑπέροπλος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καταστάσεις, [[υπερβολικός]], [[συντριπτικός]], αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑπέροπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που με [[υπερηφάνεια]] έχει [[εμπιστοσύνη]], πιστεύει στη [[δύναμη]] των όπλων του, απείθαρχος, [[θρασύς]], [[αυθάδης]], ὑπέροπλον [[εἰπεῖν]] (ως επίρρ.), [[μιλώ]] με [[θρασύτητα]], με [[αυθάδεια]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἠνορέη]], [[βίη]] [[ὑπέροπλος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για καταστάσεις, [[υπερβολικός]], [[συντριπτικός]], αυτός που τσακίζει, συντρίβει, καταβάλλει, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπλος:''' <b class="num">1)</b> досл. вооруженный с головы до ног, перен. дерзновенный, высокомерный (sc. [[ἔπος]] Hom.; [[βίη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> воинственный, доблестный ([[Λαπίθαι]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> подавляющий, тяжелый (ἄτα Pind.).
}}
}}