χήν: Difference between revisions

148 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χήν:''' Δωρ. χάν, ὁ και ἡ, γεν. <i>χηνός</i>· γεν. πληθ. <i>χηνῶν</i>· ανώμ. αιτ. πληθ. <i>χένας</i>, Λατ. [[anser]], άγρια [[χήνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ήρεμη [[χήνα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>νὴ</i> ή <i>μὰ τὸν χῆνα</i>, όρκος του Σωκράτη, αντί <i>Ζῆνα</i>.
|lsmtext='''χήν:''' Δωρ. χάν, ὁ και ἡ, γεν. <i>χηνός</i>· γεν. πληθ. <i>χηνῶν</i>· ανώμ. αιτ. πληθ. <i>χένας</i>, Λατ. [[anser]], άγρια [[χήνα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ήρεμη [[χήνα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>νὴ</i> ή <i>μὰ τὸν χῆνα</i>, όρκος του Σωκράτη, αντί <i>Ζῆνα</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''χήν:''' χηνός ὁ и ἡ (acc. pl. Anth. [[χένας]]) гусь или гусыня Hom., Soph., Arph., Arst. etc.
}}
}}