3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρημᾰτιστής:''' -οῦ, ὁ ([[χρηματίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[άνθρωπος]] που καταπιάνεται με χρηματική [[εργασία]], αυτός που κερδίζει χρήματα, [[έμπορος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., = το επόμ., σε Αριστ. | |lsmtext='''χρημᾰτιστής:''' -οῦ, ὁ ([[χρηματίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[άνθρωπος]] που καταπιάνεται με χρηματική [[εργασία]], αυτός που κερδίζει χρήματα, [[έμπορος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., = το επόμ., σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρημᾰτιστής:''' οῦ adj. m посвященный наживе, стяжательский ([[βίος]] Arst.).<br />οῦ ὁ искатель доходов, стяжатель, делец Xen., Plat., Plut. | |||
}} | }} |