3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χοϊκός:''' -ή, -όν ([[χοῦς]] Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το [[χώμα]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''χοϊκός:''' -ή, -όν ([[χοῦς]] Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το [[χώμα]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοϊκός:''' [χοος II] состоящий из земли или праха ([[ἄνθρωπος]] NT). | |||
}} | }} |