ψευδορκέω: Difference between revisions

4b
(6_22)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδορκέω''': ψευδῶς ὁρκίζομαι, [[γίνομαι]] [[ἐπίορκος]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 603, Χρύσιππ. παρὰ Στοβ. 197. 1· [[πρός]] τινα Ἄννα Κομν. 3. 245.
|lstext='''ψευδορκέω''': ψευδῶς ὁρκίζομαι, [[γίνομαι]] [[ἐπίορκος]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 603, Χρύσιππ. παρὰ Στοβ. 197. 1· [[πρός]] τινα Ἄννα Κομν. 3. 245.
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδορκέω:''' давать ложную клятву, совершать клятвопреступление Arph.
}}
}}