Ζ: Difference between revisions

218 bytes added ,  1 January 2019
nl
(4)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ζ:''' ζ , [[ζῆτα]], τό, άκλιτο, το έκτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = [[ἑπτά]] και [[ἕβδομος]] [το απαρχαιωμένο ςʹ («[[στίγμα]]»), δηλ. το <i>Ϝ</i>, <i>βαῦ</i>, το οποίο [[συνήθως]] ονομάζουμε [[δίγαμμα]], διατηρήθηκε για να παριστά τα <i>ἕξ</i>, [[ἕκτος]]· [[αλλά]] ͵ζ = 7.000. Το <i>Ζ ζ</i> προέκυψε από τη [[σύνθεση]] <i>σ</i> και <i>δ</i>, με [[αποτέλεσμα]] στην Αιολ. να γίνεται <i>σδ</i>, όπως <i>Σδεύς</i>, [[κωμάσδω]], [[ψιθυρίσδω]] αντί [[Ζεύς]], [[κωμάζω]], [[ψιθυρίζω]]· αντιστρόφως, στην Αττ. το <i>σδ</i> γίνεται <i>ζ</i>, π.χ. [[Ἀθήναζε]], [[θύραζε]] αντί <i>Ἀθήνασδε</i>, <i>θύρασδε</i>. Αλλά το <i>σ</i> [[συχνά]] δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = [[διά]], βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το <i>ζ</i> γίνεται <i>δ</i>, [[καθώς]] έχουμε τους τύπους [[Δεύς]], <i>Δάν</i> αντί [[Ζεύς]], [[Ζάν]]· ο [[τύπος]] όμως [[δορκάς]] = [[ζορκάς]]· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο [[ἀρίζηλος]] αντί [[ἀρίδηλος]]· επίσης, [[ἀλαπαδνός]] από το [[ἀλαπάζω]], [[παιδνός]] από το [[παίζω]]· στη Δωρ., όταν το <i>ζ</i> βρίσκεται στο [[μέσο]] λέξεως γίνεται <i>δδ</i>, όπως στους τύπους [[θερίδδω]] αντί [[θερίζω]], [[μάδδα]] αντί [[μᾶζα]]. Το [[ζήτα]], [[επειδή]] είναι διπλό [[σύμφωνο]], καθιστά το βραχύ [[φωνήεν]] που βρίσκεται στο [[τέλος]] της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο [[Όμηρος]] όμως χρησιμ. σε [[δύο]] περιπτώσεις ως βραχύ το [[φωνήεν]] που βρισκόταν [[πριν]] από φθόγγο <i>ζ</i>· και οι [[δύο]] λέξεις που άρχιζαν με το <i>ζ</i> ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· <i>ἄστῠ Ζελείης</i>, <i>ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος</i>.
|lsmtext='''Ζ:''' ζ , [[ζῆτα]], τό, άκλιτο, το έκτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = [[ἑπτά]] και [[ἕβδομος]] [το απαρχαιωμένο ςʹ («[[στίγμα]]»), δηλ. το <i>Ϝ</i>, <i>βαῦ</i>, το οποίο [[συνήθως]] ονομάζουμε [[δίγαμμα]], διατηρήθηκε για να παριστά τα <i>ἕξ</i>, [[ἕκτος]]· [[αλλά]] ͵ζ = 7.000. Το <i>Ζ ζ</i> προέκυψε από τη [[σύνθεση]] <i>σ</i> και <i>δ</i>, με [[αποτέλεσμα]] στην Αιολ. να γίνεται <i>σδ</i>, όπως <i>Σδεύς</i>, [[κωμάσδω]], [[ψιθυρίσδω]] αντί [[Ζεύς]], [[κωμάζω]], [[ψιθυρίζω]]· αντιστρόφως, στην Αττ. το <i>σδ</i> γίνεται <i>ζ</i>, π.χ. [[Ἀθήναζε]], [[θύραζε]] αντί <i>Ἀθήνασδε</i>, <i>θύρασδε</i>. Αλλά το <i>σ</i> [[συχνά]] δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = [[διά]], βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το <i>ζ</i> γίνεται <i>δ</i>, [[καθώς]] έχουμε τους τύπους [[Δεύς]], <i>Δάν</i> αντί [[Ζεύς]], [[Ζάν]]· ο [[τύπος]] όμως [[δορκάς]] = [[ζορκάς]]· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο [[ἀρίζηλος]] αντί [[ἀρίδηλος]]· επίσης, [[ἀλαπαδνός]] από το [[ἀλαπάζω]], [[παιδνός]] από το [[παίζω]]· στη Δωρ., όταν το <i>ζ</i> βρίσκεται στο [[μέσο]] λέξεως γίνεται <i>δδ</i>, όπως στους τύπους [[θερίδδω]] αντί [[θερίζω]], [[μάδδα]] αντί [[μᾶζα]]. Το [[ζήτα]], [[επειδή]] είναι διπλό [[σύμφωνο]], καθιστά το βραχύ [[φωνήεν]] που βρίσκεται στο [[τέλος]] της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο [[Όμηρος]] όμως χρησιμ. σε [[δύο]] περιπτώσεις ως βραχύ το [[φωνήεν]] που βρισκόταν [[πριν]] από φθόγγο <i>ζ</i>· και οι [[δύο]] λέξεις που άρχιζαν με το <i>ζ</i> ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· <i>ἄστῠ Ζελείης</i>, <i>ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=Ζ, ζ, τό (ζῆτα), indecl., zeta (zesde letter van het Griekse alfabet; uitgesproken als /sd/ of /ds/); als getal: ζʹ = 7, ͵ζ = 7000 (voor het getal 6 zie de letter wau, na de epsilon).
}}
}}