συστρεπτικός: Difference between revisions

nl
(40)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συστρέφω]]<br />(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει [[κάτι]] («ψυχρὸν [[πάνυ]], συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
}}
{{elnl
|elnltext=συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.
}}
}}