3,274,408
edits
m (Text replacement - "(\{\{lsm\n.*?)(\n\}\}\n\{\{lsm\n\|lsmtext=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
mNo edit summary |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
|astxt=[[βάτος]], -ον, ὁ, ἡ, [in LXX ([[always]] masc, as in Attic): Ex 3:2-4, De 33:16 (סְנֶה), Jb 31:40 ( | |astxt=[[βάτος]], -ον, ὁ, ἡ, [in LXX ([[always]] masc, as in Attic): Ex 3:2-4, De 33:16 (סְנֶה), Jb 31:40 (בָּאְשָׁה)*;] <br />a bramble-[[bush]]: Lk 6:44, Ac 7:30, 35; ἐπὶ [[τοῦ]] (τῆς) β., in the [[place]] [[concerning]] the [[bush]]: Mk 12:26, Lk 20:37.†<br />[[βάτος]], -ου, ὁ (Heb. בַּת), [in LXX ([[also]] βαίθ, [[βάδος]]): II Es 7:22*;] <br />[[bath]], a Jewish [[liquid]] [[measure]], = [[μετρητής]] (q.v.), or [[about]] 8 3/4 gals.: Lk 16:6.† | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; a [[brier]] [[shrub]]: bramble, [[bush]].<br />of [[Hebrew]] [[origin]] ( | |strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; a [[brier]] [[shrub]]: bramble, [[bush]].<br />of [[Hebrew]] [[origin]] (בָּת); a [[bath]], or [[measure]] for liquids: [[measure]]. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο και η και [[βάτα]], η και [[βάτο]], το (AM [[βάτος]], η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων αγκαθωτών [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] Ροδώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βάτος]] [[εκτός]] από τη γνωστή [[σημασία]] της, που έχει διατηρηθεί και στη Νέα Ελληνική («[[αγκαθωτός]] [[θάμνος]]»), δήλωνε [[επιπλέον]] στους αρχαίους το [[ψάρι]] «[[σαλάχι]]». Αρχική ήταν η πρώτη [[σημασία]] της λέξεως, το δε [[σαλάχι]] ονομάστηκε [[έτσι]] εξαιτίας των αγκαθιών που καλύπτουν εν μέρει την άνω [[επιφάνεια]] του σώματος του. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένο μεσογειακό τ., ο [[οποίος]] συσχετίσθηκε με τη λ. <i>μαντία</i> «[[βατόμουρο]]» (<b>Διοσκ.</b> 4, 37) [[καθώς]] και με άλλες ονομασίες θάμνων της ιβηρικής και γαλατο-ρωμαϊκής περιοχής, που σχηματίζονται [[επίσης]] με το [[στοιχείο]] <i>ma</i>(<i>n</i>)<i>t</i>-. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[βάτο]], <i>το</i> προήλθε από την αιτ. <i>το</i>(<i>ν</i>) [[βάτο]] του αρσ. ο [[βάτος]].<br /><b>(II)</b><br />ο (AM [[βάτος]])<br />το [[ψάρι]] [[βατίς]], [[βατί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βάτος]] (Ι)].<br /><b>(III)</b><br />[[βάτος]] και [[βάδος]], ο (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. [[bath]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |