3,274,408
edits
(1b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοάσσατο''': Ὁμηρ. [[τύπος]] ἀορ. ἐν χρήσει ὡς ἀπρόσωπ., = τῷ Ἀττ. ἔδοξε, ἐφάνη, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὧδε δέ (ἢ ὣς ἄρα) οἱ φρονέοντι [[δοάσσατο]] κέρδιον [[εἶναι]], [[οὕτως]] ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὅτι ἦτο συμφορώτερον, Ἰλ. Ν. 458, Ὀδ. Ε. 474 κ. ἀλλ. | |lstext='''δοάσσατο''': Ὁμηρ. [[τύπος]] ἀορ. ἐν χρήσει ὡς ἀπρόσωπ., = τῷ Ἀττ. ἔδοξε, ἐφάνη, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὧδε δέ (ἢ ὣς ἄρα) οἱ φρονέοντι [[δοάσσατο]] κέρδιον [[εἶναι]], [[οὕτως]] ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὅτι ἦτο συμφορώτερον, Ἰλ. Ν. 458, Ὀδ. Ε. 474 κ. ἀλλ.· - πλὴν ἐν Ἰλ. Ψ. 339, ὡς ἄν τοι πλήμνῃ γε δοάσσεται [[ἄκρον]] ἱκέσθαι (Ἐπ. ἀντὶ δοάσσηται). - Ὁ ὑποτιθέμενος παρατατ. [[ἀεικέλιος]] δόατ’ [[εἶναι]] Ὀδ. Ζ. 242, μετετράπη ἀπὸ τοῦ Wolf εἰς δέατ’, ἴδε [[δέατο]]. (Σχέσιν πρὸς τὸ δοκεῖν ὑποθέτει ὁ Βουττμ. Λεξιλ.· ἴδε δέαται, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς √ΔΕϜ, ΔΙϜ, δῐος). ΙΙ. τὰ δὲ δοάσσαι, [[δοάσσατο]], ὡς μεταχειρίζεται αὐτὰ ὁ Ἀπολλ. Ρόδ., ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[δοιάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |