λευκόλιθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(23)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>dechter Magnesit</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λευκόλιθος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[λευκό]] λίθο.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>dechter Magnesit</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λευκόλιθος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[λευκό]] λίθο.
}}
}}