εὐθύωρος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθύωρος:''' -ον, αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]· ουδ. <i>εὐθύωρον</i> ως επίρρ., = [[εὐθύς]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''εὐθύωρος:''' -ον, αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]· ουδ. <i>εὐθύωρον</i> ως επίρρ., = [[εὐθύς]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />in a [[straight]] [[direction]]: in neut. εὐθύωρον as adv. = [[εὐθύς]], Xen. [deriv. uncertain]
}}
}}