φυλλόστρωτος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φυλλό-στρωτος, ον,<br />strewed or [[covered]] with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.
}}
}}