νεηκής: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεηκής:''' -ές ([[ἀκή]]), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νεηκής:''' -ές ([[ἀκή]]), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεηκής]], ές [ἀκη]<br />[[newly]] [[whetted]] or [[sharpened]], Il.
}}
}}