πλημμέλημα: Difference between revisions

1ba
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.
|elnltext=πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλημμέλημα]], ατος, τό, [from [[πλημμελέω]]<br />a [[fault]], [[trespass]], Aeschin.
}}
}}