γενεσιουργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(8)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[γενεσιουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γένεση]], τη [[δημιουργία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί τη [[γένεση]], που δημιουργεί [[κάτι]] («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ο [[γενεσιουργός]]<br />ο [[δημιουργός]] του κόσμου, ο [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γένεσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]].
|mltxt=-ό (AM [[γενεσιουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γένεση]], τη [[δημιουργία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί τη [[γένεση]], που δημιουργεί [[κάτι]] («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[γενεσιουργός]]<br />ο [[δημιουργός]] του κόσμου, ο [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γένεσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]].
}}
}}