3,273,656
edits
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=ο / [[πράσιος]], -ον, ΝΑ [[πράσον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πράσινη [[ποικιλία]] του χαλαζία, το [[χρώμα]] της οποίας οφείλεται στην [[παρουσία]] του πυριτικού ορυκτού [[ακτινόλιθος]], αλλ. [[πρασόλιθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράσινος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πράσιος]]<br />α) [[εμετός]]<br />β) [[είδος]] πολύτιμου λίθου, η [[πρασίτις]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πράσιος]]<br />το [[φυτό]] [[πράσιο]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Πράσιοι</i><br />ο [[ένας]] από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους της Κωνσταντινούπολης, [[κατά]] τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |