σάρκα: Difference between revisions

6 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(36)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σάρξ]], σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σύρξ]] Α<br /><b>1.</b> το μυώδες [[μέρος]] του σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το [[κρέας]] (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη [[σάρκα]]», Ελύτης<br />β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] αυτό του σώματος ως [[έδρα]] τών παθών, τών ορέξεων και τών σαρκικών επιθυμιών, η υλική [[υπόσταση]] του ανθρώπου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πνεύμα]] και την [[ψυχή]] («φανερὰ δὲ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το απαλό και χυμώδες [[τμήμα]] τών καρπών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[πυρήνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σαρξ εκ της σαρκός μου» — [[σάρκα]] από την [[σάρκα]] μου, [[γέννημα]] δικό μου, [[παιδί]] μου (ΠΔ)<br />β) «το μεν [[πνεύμα]] πρόθυμον η δε σαρξ [[ασθενής]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που οι επιθυμίες, τα όνειρα και τα σχέδια κάποιου υπερβαίνουν τις δυνατότητές του να τά πραγματοποιήσει (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> πολύ σοβαρή [[ασθένεια]] τών πυρηνόκαρπων οπωροφόρων, η οποία οφείλεται σε ιό και προκαλεί μεγάλες καταστροφές στην [[παραγωγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[σάρκα]] και οστά»<br />(για [[ιδέα]], [[προσπάθεια]] ή σκοπό) υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους μεταβυζαντινούς εικονογράφους για να δηλώσει το φωτεινό [[χρώμα]] της σάρκας [[κατά]] την [[διάρκεια]] της σκιώδους προπαρασκευαστικής χρώσης τών γυμνών [[μερών]] της εικόνας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] κρέατος ή δέρματος («σάρκας τρεῑς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> η υλική [[άποψη]] τών πραγμάτων («σοφοὶ κατὰ [[σάρκα]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (στον εν. [[αλλά]] [[κυρίως]] στον πληθ.) <i>αἱ σάρκες</i><br />[[ολόκληρο]] το [[σώμα]], [[μέσα]] στο οποίο, σύμφωνα με τις αρχαίες δοξασίες, κατοικεί η άυλη [[ουσία]] της ανθρώπινης φύσης, [[δηλαδή]] η [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ σὰρξ τοῡ σκύτους» — η εσωτερική [[επιφάνεια]] του δέρματος<br />β) «πᾱσα [[σάρξ]]» — [[κάθε]] [[άνθρωπος]]<br />γ) «οὐ πᾱσα [[σάρξ]]» — [[κανένας]], [[ουδείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> έχει αναχθεί στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>twrk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>twerk</i>- «[[κόβω]]» (στην Ελληνική το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- συριστικοποιήθηκε: <i>tw</i> &GT; <i>ss</i>- &GT; <i>s</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σείω]]) και έχει συνδεθεί με το αβεστ. <i>θw∂r∂saiti</i> «[[κόβω]]» (<b>πρβλ.</b> το λατ. <i>caro</i> «[[κρέας]]» με αρχική σημ. «[[μέρος]], [[τμήμα]], [[κομμάτι]]» συγγενικό της οικογένειας του [[κείρω]] «[[κόβω]]»). Στην Αβεστική, [[ωστόσο]], η [[ρίζα]] <i>θwar∂s</i>- του ρ. χρησιμοποιείται [[συχνά]] και με σημ. «[[ρυθμίζω]], [[κανονίζω]], [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[δίνω]] [[μορφή]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>θwar∂xštar</i>- «[[δημιουργός]]»), [[οπότε]] και η λ. [[σάρξ]] θα σήμαινε: «αυτό που δίνει την [[μορφή]] του σε [[κάθε]] ον». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το χετιττ. <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» δεν θεωρείται πιθανή. Η λ. [[σάρκα]] είχε ευρεία [[διάδοση]] στην ιατρική και [[φαρμακευτική]] [[ορολογία]] και [[επίσης]] στη χριστιανική [[γραμματεία]], όπου χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες προεκτάσεις. Για την μεταφορική, εξάλλου, [[χρήση]] της λ. με την σημ. «[[ειρωνεία]], [[καυστικότητα]], πικρόχολη [[διάθεση]]» βλ λ. [[σαρκάζω]], [[σαρκασμός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σαρκάζω]], [[σαρκίδιο]](<i>ν</i>), [[σαρκικός]], [[σάρκινος]], [[σαρκίο]](<i>ν</i>), [[σαρκώδης]], [[σαρκώ]](-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σάρκειος]], [[σαρκεύς]], [[σαρκήρης]], [[σαρκίζω]], [[σαρκίς]], [[σαρκίτις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σαρκαίος]] <b>νεοελλ.</b> [[σαρκερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<br />συνθετικό) [[σαρκοβόρος]], [[σαρκοειδής]], [[σαρκοεπιπλοκήλη]], [[σαρκοκήλη]], [[σαρκόκολλα]], [[σαρκολαβίδα]](-<i>ίς</i>), [[σαρκολάβος]], [[σαρκόμφαλο]](<i>ν</i>), [[σαρκόρριζος]], [[σαρκοφάγος]], [[σαρκόφυλλος]] <b>αρχ.</b> [[σαρκελάφεια]], [[σαρκοβρώς]], [[σαρκογονία]], [[σαρκοδακής]], [[σαρκολάτρης]], [[σαρκολιπής]], [[σαρκοπέδη]], [[σαρκοποιός]], [[σαρκόπτερος]], [[σαρκόπυον]], [[σαρκοτακής]], [[σαρκοτικτώ]], [[σαρκοτυπής]], [[σαρκοφανής]], [[σαρκοφθόρος]], [[σαρκοφόρος]], [[σαρκοφυώ]], [[σαρκοχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σαρκοβλαστάνω]], [[σαρκόθλασμα]], [[σαρκομανώ]], [[σαρκοπαγής]], [[σαρκοτόκος]], [[σαρκοτρόφος]] <b>μσν.</b> [[σαρκοβλέπτης]], [[σαρκόθλασις]], [[σαρκολαμπής]], [[σαρκομοιόμορφος]], [[σαρκόσαθρος]], [[σαρκόφρων]], [[σαρκοχίτων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σαρκογενής]], [[σαρκόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σαρκείλημα]], [[σαρκόβλαστος]], <i>σαρκογαλακτικός</i>, [[σαρκοθλάστης]], [[σαρκοκάρπιο]], [[σαρκολογία]], <i>σαρκόρραμφος</i>, [[σαρκόσπερμος]], [[σαρκοτρίπτης]], [[σαρκόχρους]], [[σαρκόψυλλος]]. (Β' συνθετικό) [[απαλόσαρκος]], <i>αραιόσαρχος</i>, [[άσαρκος]], [[ένσαρκος]], [[εύσαρκος]], [[κατάσαρκος]], [[λεπτόσαρκος]], <i>λευκόσαρχος</i>, [[λινόσαρκος]], [[λιπόσαρκος]], [[μαλακόσαρκος]], [[ολιγόσαρκος]], [[παχύσαρκος]], [[πολύσαρκος]], [[σκληρόσαρκος]], [[τρυφερόσαρκος]], [[υπέρσαρκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαθύσαρκος]], [[βαρύσαρκος]], [[επίσαρκος]], [[κενόσαρκος]], [[μεγαλόσαρκος]], [[μικρόσαρκος]], [[ξηρόσαρκος]], [[περίσαρκος]], [[περισσόσαρκος]], [[πλατύσαρκος]], [[πυκνόσαρκος]], [[υγρόσαρκος]], [[φιλόσαρκος]], [[ψυχρόσαρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλατόσαρκος</i>, [[ισχνόσαρκος]], [[κακόσαρκος]], [[καλόσαρκος]], [[χοντρόσαρκος]]].
|mltxt=η / [[σάρξ]], σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[σύρξ]] Α<br /><b>1.</b> το μυώδες [[μέρος]] του σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το [[κρέας]] (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη [[σάρκα]]», Ελύτης<br />β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] αυτό του σώματος ως [[έδρα]] τών παθών, τών ορέξεων και τών σαρκικών επιθυμιών, η υλική [[υπόσταση]] του ανθρώπου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πνεύμα]] και την [[ψυχή]] («φανερὰ δὲ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το απαλό και χυμώδες [[τμήμα]] τών καρπών, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[πυρήνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σαρξ εκ της σαρκός μου» — [[σάρκα]] από την [[σάρκα]] μου, [[γέννημα]] δικό μου, [[παιδί]] μου (ΠΔ)<br />β) «το μεν [[πνεύμα]] πρόθυμον η δε σαρξ [[ασθενής]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που οι επιθυμίες, τα όνειρα και τα σχέδια κάποιου υπερβαίνουν τις δυνατότητές του να τά πραγματοποιήσει (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φυτοπαθ.)</b> πολύ σοβαρή [[ασθένεια]] τών πυρηνόκαρπων οπωροφόρων, η οποία οφείλεται σε ιό και προκαλεί μεγάλες καταστροφές στην [[παραγωγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[σάρκα]] και οστά»<br />(για [[ιδέα]], [[προσπάθεια]] ή σκοπό) υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους μεταβυζαντινούς εικονογράφους για να δηλώσει το φωτεινό [[χρώμα]] της σάρκας [[κατά]] την [[διάρκεια]] της σκιώδους προπαρασκευαστικής χρώσης τών γυμνών [[μερών]] της εικόνας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] κρέατος ή δέρματος («σάρκας τρεῑς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> η υλική [[άποψη]] τών πραγμάτων («σοφοὶ κατὰ [[σάρκα]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (στον εν. [[αλλά]] [[κυρίως]] στον πληθ.) <i>αἱ σάρκες</i><br />[[ολόκληρο]] το [[σώμα]], [[μέσα]] στο οποίο, σύμφωνα με τις αρχαίες δοξασίες, κατοικεί η άυλη [[ουσία]] της ανθρώπινης φύσης, [[δηλαδή]] η [[ψυχή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ σὰρξ τοῡ σκύτους» — η εσωτερική [[επιφάνεια]] του δέρματος<br />β) «πᾱσα [[σάρξ]]» — [[κάθε]] [[άνθρωπος]]<br />γ) «οὐ πᾱσα [[σάρξ]]» — [[κανένας]], [[ουδείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> έχει αναχθεί στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>twrk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>twerk</i>- «[[κόβω]]» (στην Ελληνική το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- συριστικοποιήθηκε: <i>tw</i> > <i>ss</i>- > <i>s</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σείω]]) και έχει συνδεθεί με το αβεστ. <i>θw∂r∂saiti</i> «[[κόβω]]» (<b>πρβλ.</b> το λατ. <i>caro</i> «[[κρέας]]» με αρχική σημ. «[[μέρος]], [[τμήμα]], [[κομμάτι]]» συγγενικό της οικογένειας του [[κείρω]] «[[κόβω]]»). Στην Αβεστική, [[ωστόσο]], η [[ρίζα]] <i>θwar∂s</i>- του ρ. χρησιμοποιείται [[συχνά]] και με σημ. «[[ρυθμίζω]], [[κανονίζω]], [[ορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[δίνω]] [[μορφή]]» (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>θwar∂xštar</i>- «[[δημιουργός]]»), [[οπότε]] και η λ. [[σάρξ]] θα σήμαινε: «αυτό που δίνει την [[μορφή]] του σε [[κάθε]] ον». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το χετιττ. <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» δεν θεωρείται πιθανή. Η λ. [[σάρκα]] είχε ευρεία [[διάδοση]] στην ιατρική και [[φαρμακευτική]] [[ορολογία]] και [[επίσης]] στη χριστιανική [[γραμματεία]], όπου χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες προεκτάσεις. Για την μεταφορική, εξάλλου, [[χρήση]] της λ. με την σημ. «[[ειρωνεία]], [[καυστικότητα]], πικρόχολη [[διάθεση]]» βλ λ. [[σαρκάζω]], [[σαρκασμός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σαρκάζω]], [[σαρκίδιο]](<i>ν</i>), [[σαρκικός]], [[σάρκινος]], [[σαρκίο]](<i>ν</i>), [[σαρκώδης]], [[σαρκώ]](-<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σάρκειος]], [[σαρκεύς]], [[σαρκήρης]], [[σαρκίζω]], [[σαρκίς]], [[σαρκίτις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σαρκαίος]] <b>νεοελλ.</b> [[σαρκερός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<br />συνθετικό) [[σαρκοβόρος]], [[σαρκοειδής]], [[σαρκοεπιπλοκήλη]], [[σαρκοκήλη]], [[σαρκόκολλα]], [[σαρκολαβίδα]](-<i>ίς</i>), [[σαρκολάβος]], [[σαρκόμφαλο]](<i>ν</i>), [[σαρκόρριζος]], [[σαρκοφάγος]], [[σαρκόφυλλος]] <b>αρχ.</b> [[σαρκελάφεια]], [[σαρκοβρώς]], [[σαρκογονία]], [[σαρκοδακής]], [[σαρκολάτρης]], [[σαρκολιπής]], [[σαρκοπέδη]], [[σαρκοποιός]], [[σαρκόπτερος]], [[σαρκόπυον]], [[σαρκοτακής]], [[σαρκοτικτώ]], [[σαρκοτυπής]], [[σαρκοφανής]], [[σαρκοφθόρος]], [[σαρκοφόρος]], [[σαρκοφυώ]], [[σαρκοχαρής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σαρκοβλαστάνω]], [[σαρκόθλασμα]], [[σαρκομανώ]], [[σαρκοπαγής]], [[σαρκοτόκος]], [[σαρκοτρόφος]] <b>μσν.</b> [[σαρκοβλέπτης]], [[σαρκόθλασις]], [[σαρκολαμπής]], [[σαρκομοιόμορφος]], [[σαρκόσαθρος]], [[σαρκόφρων]], [[σαρκοχίτων]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σαρκογενής]], [[σαρκόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σαρκείλημα]], [[σαρκόβλαστος]], <i>σαρκογαλακτικός</i>, [[σαρκοθλάστης]], [[σαρκοκάρπιο]], [[σαρκολογία]], <i>σαρκόρραμφος</i>, [[σαρκόσπερμος]], [[σαρκοτρίπτης]], [[σαρκόχρους]], [[σαρκόψυλλος]]. (Β' συνθετικό) [[απαλόσαρκος]], <i>αραιόσαρχος</i>, [[άσαρκος]], [[ένσαρκος]], [[εύσαρκος]], [[κατάσαρκος]], [[λεπτόσαρκος]], <i>λευκόσαρχος</i>, [[λινόσαρκος]], [[λιπόσαρκος]], [[μαλακόσαρκος]], [[ολιγόσαρκος]], [[παχύσαρκος]], [[πολύσαρκος]], [[σκληρόσαρκος]], [[τρυφερόσαρκος]], [[υπέρσαρκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαθύσαρκος]], [[βαρύσαρκος]], [[επίσαρκος]], [[κενόσαρκος]], [[μεγαλόσαρκος]], [[μικρόσαρκος]], [[ξηρόσαρκος]], [[περίσαρκος]], [[περισσόσαρκος]], [[πλατύσαρκος]], [[πυκνόσαρκος]], [[υγρόσαρκος]], [[φιλόσαρκος]], [[ψυχρόσαρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>γαλατόσαρκος</i>, [[ισχνόσαρκος]], [[κακόσαρκος]], [[καλόσαρκος]], [[χοντρόσαρκος]]].
}}
}}