3,274,408
edits
(45) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φθηνός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτελής]] («[[είναι]] πολύ φτηνό αυτό που είπες»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[είναι]] [[ακριβός]] στα πίτουρα και [[φτηνός]] στο [[αλεύρι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[φειδωλός]] στα μικρά και ασήμαντα πράγματα και [[σπάταλος]] στα ακριβά και [[σημαντικά]], που δεν ξέρει να αξιολογεί σωστά τα πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το ακριβό [[είναι]] φτηνό» — δηλώνει ότι το ακριβό [[είναι]], [[συνήθως]], και καλής ποιότητας και διαρκεί περισσότερο, γι' αυτό και συμφέρει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φτηνά</i> και <i>φθηνά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> με [[ευτέλεια]] («φέρθηκε πολύ φτηνά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εὐθηνός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[ευρίσκω]] | |mltxt=και [[φθηνός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτελής]] («[[είναι]] πολύ φτηνό αυτό που είπες»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[είναι]] [[ακριβός]] στα πίτουρα και [[φτηνός]] στο [[αλεύρι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[φειδωλός]] στα μικρά και ασήμαντα πράγματα και [[σπάταλος]] στα ακριβά και [[σημαντικά]], που δεν ξέρει να αξιολογεί σωστά τα πράγματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το ακριβό [[είναι]] φτηνό» — δηλώνει ότι το ακριβό [[είναι]], [[συνήθως]], και καλής ποιότητας και διαρκεί περισσότερο, γι' αυτό και συμφέρει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φτηνά</i> και <i>φθηνά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> με [[ευτέλεια]] («φέρθηκε πολύ φτηνά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[εὐθηνός]], με σίγηση του αρκτικού άτονου φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[ευρίσκω]] > [[βρίσκω]], [[ευθειάζω]] > <i>φτειάχνω</i>). Ο τ. [[φτηνός]] με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων / f / και / θ /, <b>πρβλ.</b> [[φθάνω]]: [[φτάνω]]]. | ||
}} | }} |