καταδακρύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδακρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[πικρά]] («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να δακρύσει, [[συγκινώ]].
|mltxt=[[καταδακρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[πικρά]] («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τύχην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να δακρύσει, [[συγκινώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm