νόμος: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[νόμος]])<br /><b>1.</b> [[γραπτός]] [[κανόνας]] δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις τών πολιτών με την [[πολιτεία]], [[καθώς]] και τις σχέσεις τών πολιτών [[μεταξύ]] τους (α. «[[αύριο]] θα γίνει η [[ψήφιση]] του νόμου από τη Βουλή» β. «[[[Σόλων]]] νόμους ἔθηκεν ἄλλους, τοῑς δὲ Δράκοντος θεσμοῑς ἐπαύσαντο χρώμενοι πλὴν τῶν φονικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών νομοθετημάτων μιας πολιτείας, η [[νομοθεσία]] («[[ἄνευ]] ὀρέξεως νοῡς ὁ [[νόμος]] ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> φιλοσοφική [[κατηγορία]] η οποία δηλώνει τύπους σχέσεων ουσιαστικών, αναγκαίων και γενικών [[εντός]] και [[μεταξύ]] τών αντικειμένων και φαινομένων της πραγματικότητας, σχέσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σχετική [[σταθερότητα]], [[μονιμότητα]] και επαναληπτικότητα στο [[πλαίσιο]] ορισμένων προϋποθέσεων (α. «παρὰ τοὺς φύσεως νόμους», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ο [[νόμος]] της παγκόσμιας έλξης»).<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κανόνας]] που ρυθμίζει ορισμένη [[ενέργεια]] ή [[εκδήλωση]] του ανθρώπου, [[αρχή]], [[αξίωμα]], [[γνώμονας]] («έχει κάνει νόμο στη ζωή του τη [[φιλανθρωπία]]»)<br /><b>2.</b> (φρ) α) «δεν έχει [[ούτε]] [[πίστη]] [[ούτε]] νόμο» — δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς<br />β) «[[θείος]] [[νόμος]]» — οι θεϊκές εντολές, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους γραπτούς νόμους<br />γ) «από αυτόν κρέμονται νόμοι και προφήτες» — από αυτόν εξαρτάται το παν<br />δ) «ο [[νόμος]] του νικητή» — το [[δίκαιο]] του ισχυρότερου<br />ε) «δρακόντειοι νόμοι»<br /><b>μτφ.</b> νόμοι πολύ αυστηροί, άτεγκτοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εθνότητα]] με διαφορετική [[πίστη]] και εθιμική [[τάξη]] («Συριάνος ἢ Ακουβίτης ἢ <i>Ρωμαῑος</i> ἢ Νεστούρης ἢ ἑτέρου [[ἄλλου]] νόμου», Ασσίζ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παλαιὸς [[νόμος]]» — ο [[μωσαϊκός]] [[νόμος]], οι εντολές της εβραϊκής θρησκείας<br />β) «ὁ [[ἅγιος]] [[νόμος]] τοῡ Θεού» — η Παλαιά Διαθήκη<br />γ) «[[νέος]] [[νόμος]]» — η Καινή Διαθήκη, η χριστιανική [[διδασκαλία]]<br />δ) «καιρὸς νόμου» — η [[ηλικία]] των [[εξήντα]] χρόνων, [[μετά]] την οποία μπορεί [[κάποιος]] να στείλει άλλον ως εκπρόσωπο του σε δικαστήριο<br />ε) «[[νόμος]] ἡλικίας» ή, [[απλώς]], «[[νόμος]]» — η [[ενηλικίωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]] [[θεσμός]], [[έθιμο]], [[συνήθεια]] («[Μοῡσαι] μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] ή [[φυσική]] [[επιταγή]] που έχει [[καθολικό]] [[κύρος]] («νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα πειθαρχεῑν πατρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θεία]] [[εντολή]] («ὁ [[νόμος]] τοῡ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ίησοῡ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῡ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῡ θανάτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει απονεμηθεί ή έχει δοθεί κατ' [[αναλογία]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]], ο [[τρόπος]], η [[συνήθεια]] («Ἀσκληπιὸν τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μουσικός]] [[ρυθμός]], [[μελωδία]]<br /><b>4.</b> παλαιό [[είδος]] άσματος ή ωδής που είχε [[συγγένεια]] με τον διθύραμβο<br /><b>5.</b> ορισμένο [[είδος]] μελωδίας που εισήχθη από τον Τέρπανδρο, παιζόταν με [[λύρα]], αυλό ή [[κιθάρα]] και συνόδευε [[συνήθως]] τα έπη<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>νόμῳ</i><br />[[κατά]] το [[έθιμο]], [[κατά]] τη [[συνήθεια]], σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>φύσει</i><br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινὸς [[νόμος]]» — [[ορθός]] [[λόγος]]<br />β) «χειρῶν [[νόμος]]» — η [[χειροδικία]], η βία<br />γ) «νόμου [[χάριν]]» — [[χάριν]] του τύπου<br />δ) «[[νόμος]] [[κοινός]]» — ο [[ορθός]] [[λόγος]]<br />ε) «κατὰ νόμον» — σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] ή με τις ηθικές επιταγές<br />στ) «παρὰ νόμον» — αντίθετα με την [[ηθική]] ή με τη [[θεία]] [[επιταγή]]<br />ζ) «ἐν νόμῳ» — [[κατά]] τον νόμο<br />η) «ἐν χειρὸς (ή χειρῶν) νόμῳ»<br />i) βίαια, με βίαιες πράξεις<br />ii) [[κατά]] τον νόμο του πολέμου, σε [[συμπλοκή]], σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νομ</i>- του θ. <i>νεμ</i>- του [[νέμω]]. Η λ. [[νόμος]], [[εκτός]] από τις σημασίες τις σχετικές με το ρ. [[νέμω]], στην Αρχαία είχε και μια [[τεχνική]] [[σημασία]], «[[μουσικός]] [[ρυθμός]], [[μελωδία]]», που προήλθε από την [[έννοια]] της συμφωνίας, αναλογίας και αρμονικής διευθέτησης που εκφράζει το ρ. [[νέμω]]. Η λ. [[νόμος]], εξάλλου, διαφοροποιείται μορφολογικά από το έτερο παράγωγο του [[νέμω]], το [[νομός]], ως [[προς]] τη [[θέση]] του τόνου (<b>πρβλ.</b> [[μόνος]] / [[μονός]]). Μεταξύ τών [[νόμος]] και [[νομός]], το μεν [[νόμος]] έλαβε τις σημ. του [[νέμω]] τις σχετικές με την [[εξουσία]], την [[αρχή]] που ρυθμίζει ή διευθετεί, το δε [[νομός]] τις σημ. τις σχετικές με τον διαχωρισμό, τη [[διαίρεση]] την [[κατανομή]], την [[επικράτεια]] όπου ασκείται η [[εξουσία]], [[καθώς]] και τη σημ. της βοσκής, ενώ η [[νομή]] χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με την ποιμενική σημ. του [[νέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νομίζω]], [[νομικός]], [[νόμιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νομάδην]], [[νόμαιος]], [[νομάριον]], [[νομία]], [[νόμιος]] (ΙΙ), [[νομιστί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νομοδιδάσκαλος]], [[νομοδίφης]], [[νομοθέτης]], [[νομομαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νομοδείκτης]], [[νομοδιδάκτης]], [[νομοθήκη]], [[νομοΐστωρ]], [[νομοποιός]], [[νομοποιώ]], [[νομωδός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νομογράφος]], [[νομοδότης]], [[νομοδόχος]], [[νομοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νομεισφορά]], [[νομοκράτης]], [[νομοκριτής]], [[νομολατρεία]], [[νομομαχώ]], [[νομοτριβής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νομοκάνονας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νομολόγος]], <i>νομοπαρασκευαστικός</i>, [[νομοσχέδιο]], [[νομοταγής]], [[νομοτέλεια]], [[νομοτελεστικός]], [[νομότυπος]]. (Β' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> -[[νόμος]] / <i>νομος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[νόμος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νούμμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[νόμος]])<br /><b>1.</b> [[γραπτός]] [[κανόνας]] δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις τών πολιτών με την [[πολιτεία]], [[καθώς]] και τις σχέσεις τών πολιτών [[μεταξύ]] τους (α. «[[αύριο]] θα γίνει η [[ψήφιση]] του νόμου από τη Βουλή» β. «[[[Σόλων]]] νόμους ἔθηκεν ἄλλους, τοῑς δὲ Δράκοντος θεσμοῑς ἐπαύσαντο χρώμενοι πλὴν τῶν φονικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών νομοθετημάτων μιας πολιτείας, η [[νομοθεσία]] («[[ἄνευ]] ὀρέξεως νοῡς ὁ [[νόμος]] ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> φιλοσοφική [[κατηγορία]] η οποία δηλώνει τύπους σχέσεων ουσιαστικών, αναγκαίων και γενικών [[εντός]] και [[μεταξύ]] τών αντικειμένων και φαινομένων της πραγματικότητας, σχέσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σχετική [[σταθερότητα]], [[μονιμότητα]] και επαναληπτικότητα στο [[πλαίσιο]] ορισμένων προϋποθέσεων (α. «παρὰ τοὺς φύσεως νόμους», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ο [[νόμος]] της παγκόσμιας έλξης»).<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κανόνας]] που ρυθμίζει ορισμένη [[ενέργεια]] ή [[εκδήλωση]] του ανθρώπου, [[αρχή]], [[αξίωμα]], [[γνώμονας]] («έχει κάνει νόμο στη ζωή του τη [[φιλανθρωπία]]»)<br /><b>2.</b> (φρ) α) «δεν έχει [[ούτε]] [[πίστη]] [[ούτε]] νόμο» — δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς<br />β) «[[θείος]] [[νόμος]]» — οι θεϊκές εντολές, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους γραπτούς νόμους<br />γ) «από αυτόν κρέμονται νόμοι και προφήτες» — από αυτόν εξαρτάται το παν<br />δ) «ο [[νόμος]] του νικητή» — το [[δίκαιο]] του ισχυρότερου<br />ε) «δρακόντειοι νόμοι»<br /><b>μτφ.</b> νόμοι πολύ αυστηροί, άτεγκτοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εθνότητα]] με διαφορετική [[πίστη]] και εθιμική [[τάξη]] («Συριάνος ἢ Ακουβίτης ἢ <i>Ρωμαῑος</i> ἢ Νεστούρης ἢ ἑτέρου [[ἄλλου]] νόμου», Ασσίζ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παλαιὸς [[νόμος]]» — ο [[μωσαϊκός]] [[νόμος]], οι εντολές της εβραϊκής θρησκείας<br />β) «ὁ [[ἅγιος]] [[νόμος]] τοῦ Θεού» — η Παλαιά Διαθήκη<br />γ) «[[νέος]] [[νόμος]]» — η Καινή Διαθήκη, η χριστιανική [[διδασκαλία]]<br />δ) «καιρὸς νόμου» — η [[ηλικία]] των [[εξήντα]] χρόνων, [[μετά]] την οποία μπορεί [[κάποιος]] να στείλει άλλον ως εκπρόσωπο του σε δικαστήριο<br />ε) «[[νόμος]] ἡλικίας» ή, [[απλώς]], «[[νόμος]]» — η [[ενηλικίωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πατροπαράδοτος]] [[θεσμός]], [[έθιμο]], [[συνήθεια]] («[Μοῡσαι] μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνά», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] ή [[φυσική]] [[επιταγή]] που έχει [[καθολικό]] [[κύρος]] («νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα πειθαρχεῑν πατρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θεία]] [[εντολή]] («ὁ [[νόμος]] τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ίησοῡ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει απονεμηθεί ή έχει δοθεί κατ' [[αναλογία]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]], ο [[τρόπος]], η [[συνήθεια]] («Ἀσκληπιὸν τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μουσικός]] [[ρυθμός]], [[μελωδία]]<br /><b>4.</b> παλαιό [[είδος]] άσματος ή ωδής που είχε [[συγγένεια]] με τον διθύραμβο<br /><b>5.</b> ορισμένο [[είδος]] μελωδίας που εισήχθη από τον Τέρπανδρο, παιζόταν με [[λύρα]], αυλό ή [[κιθάρα]] και συνόδευε [[συνήθως]] τα έπη<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>νόμῳ</i><br />[[κατά]] το [[έθιμο]], [[κατά]] τη [[συνήθεια]], σε [[αντιδιαστολή]] με το <i>φύσει</i><br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινὸς [[νόμος]]» — [[ορθός]] [[λόγος]]<br />β) «χειρῶν [[νόμος]]» — η [[χειροδικία]], η βία<br />γ) «νόμου [[χάριν]]» — [[χάριν]] του τύπου<br />δ) «[[νόμος]] [[κοινός]]» — ο [[ορθός]] [[λόγος]]<br />ε) «κατὰ νόμον» — σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] ή με τις ηθικές επιταγές<br />στ) «παρὰ νόμον» — αντίθετα με την [[ηθική]] ή με τη [[θεία]] [[επιταγή]]<br />ζ) «ἐν νόμῳ» — [[κατά]] τον νόμο<br />η) «ἐν χειρὸς (ή χειρῶν) νόμῳ»<br />i) βίαια, με βίαιες πράξεις<br />ii) [[κατά]] τον νόμο του πολέμου, σε [[συμπλοκή]], σε [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>νομ</i>- του θ. <i>νεμ</i>- του [[νέμω]]. Η λ. [[νόμος]], [[εκτός]] από τις σημασίες τις σχετικές με το ρ. [[νέμω]], στην Αρχαία είχε και μια [[τεχνική]] [[σημασία]], «[[μουσικός]] [[ρυθμός]], [[μελωδία]]», που προήλθε από την [[έννοια]] της συμφωνίας, αναλογίας και αρμονικής διευθέτησης που εκφράζει το ρ. [[νέμω]]. Η λ. [[νόμος]], εξάλλου, διαφοροποιείται μορφολογικά από το έτερο παράγωγο του [[νέμω]], το [[νομός]], ως [[προς]] τη [[θέση]] του τόνου (<b>πρβλ.</b> [[μόνος]] / [[μονός]]). Μεταξύ τών [[νόμος]] και [[νομός]], το μεν [[νόμος]] έλαβε τις σημ. του [[νέμω]] τις σχετικές με την [[εξουσία]], την [[αρχή]] που ρυθμίζει ή διευθετεί, το δε [[νομός]] τις σημ. τις σχετικές με τον διαχωρισμό, τη [[διαίρεση]] την [[κατανομή]], την [[επικράτεια]] όπου ασκείται η [[εξουσία]], [[καθώς]] και τη σημ. της βοσκής, ενώ η [[νομή]] χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με την ποιμενική σημ. του [[νέμω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νομίζω]], [[νομικός]], [[νόμιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νομάδην]], [[νόμαιος]], [[νομάριον]], [[νομία]], [[νόμιος]] (ΙΙ), [[νομιστί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νομοδιδάσκαλος]], [[νομοδίφης]], [[νομοθέτης]], [[νομομαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νομοδείκτης]], [[νομοδιδάκτης]], [[νομοθήκη]], [[νομοΐστωρ]], [[νομοποιός]], [[νομοποιώ]], [[νομωδός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νομογράφος]], [[νομοδότης]], [[νομοδόχος]], [[νομοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νομεισφορά]], [[νομοκράτης]], [[νομοκριτής]], [[νομολατρεία]], [[νομομαχώ]], [[νομοτριβής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νομοκάνονας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νομολόγος]], <i>νομοπαρασκευαστικός</i>, [[νομοσχέδιο]], [[νομοταγής]], [[νομοτέλεια]], [[νομοτελεστικός]], [[νομότυπος]]. (Β' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> -[[νόμος]] / <i>νομος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[νόμος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νούμμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm