ἀμνός: Difference between revisions

m
no edit summary
(1a)
mNo edit summary
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amnos
|Transliteration C=amnos
|Beta Code=a)mno/s
|Beta Code=a)mno/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lamb</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>751</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1559</span>; <b class="b3">ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</b> <b class="b2">lambs</b> in temper, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pax</span>935</span>: metaph., ὁ ἀ. τοῦ θεοῦ <span class="bibl"><span class="title">Ev.Jo.</span>1.36</span>: fem. (cf. <b class="b3">ἀμνή, ἀμνίς</b>), <span class="bibl">Theoc.5.144</span>,<span class="bibl">149</span>, <span class="title">AP</span>5.205.—Oblique casesusu. formed from <b class="b3">ἀρήν</b>, q. v. (For <b class="b3">ἀβνός</b>, i.e. <b class="b2">agynos</b>, cf. Lat. <b class="b2">agnus</b>.) </span>
|Definition=ὁ, [[lamb]], S.Fr.751, Ar.Av.1559; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους [[lamb]]s in [[temper]], Id.Pax935: metaph., [[ὁ ἀμνός τοῦ θεοῦ]] = [[the lamb of God]], Lat. [[agnus]] Dei, Ev.Jo.1.36: fem. (cf. [[ἀμνή]], [[ἀμνίς]]), Theoc.5.144,149, AP5.205.—Oblique cases usually formed from [[ἀρήν]], [[quod vide|q.v.]] (For [[ἀβνός]], i.e. [[agynos]], cf. Lat. [[agnus]].)
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ ἀ. Theoc.5.144, <i>AP</i> 5.205]<br />[[cordero]] S.<i>Fr</i>.751, Ar.<i>Au</i>.1559, Achae.14, Autocr.3 (cód.), Arist.<i>Fr</i>.507, <i>SEG</i> 25.166.5 (Ática IV a.C.), Theoc.5.24, 144, 149, 8.14, Arat.1106, <i>SIG</i> 1024.9 (III a.C.), Nic.<i>Al</i>.151, Ph.1.602, [[LXX]] <i>Ge</i>.30.40, <i>Nu</i>.6.12, 29.23, <i>Le</i>.9.3, 12.6, <i>AP</i> 5.205, 6.282 (Theodorus), Ael.<i>NA</i> 4.15, Poll.7.184, Ael.Dion.α 99, Paus.Gr.α 89, Eust.1627.12<br /><b class="num"></b>fig. ref. a la mansedumbre de carácter ἐσόμεθ' ἀλλήλοισιν ἀμνοὶ τοὺς τρόπους Ar.<i>Pax</i> 935<br /><b class="num"></b>del Cordero de Dios ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου <i>Eu.Io</i>.1.29, cf. 1.36, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.1.29, 1.36, <i>PBerol</i>.inv.1163.23 (V/VI d.C.) en <i>AfP</i> 21.1971.63.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>H2og<sup>u̯</sup>(h)nós</i>, cf. lat. <i>[[agnus]]</i>, aesl. <i>(j)agnę</i>, aingl. <i>ēnian</i>, airl. <i>ūan</i>, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, [[agnus]], [[Lamm]], Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />agneau ; ἡ [[ἀμνός]] agneau femelle, agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> agnus.
|btext=(ὁ, ἡ)<br />[[agneau]] ; ἡ [[ἀμνός]] agneau femelle, [[agnelle]], <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> [[agnus]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-οῦ, <br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ ἀ. Theoc.5.144, <i>AP</i> 5.205]<br />[[cordero]] S.<i>Fr</i>.751, Ar.<i>Au</i>.1559, Achae.14, Autocr.3 (cód.), Arist.<i>Fr</i>.507, <i>SEG</i> 25.166.5 (Ática IV a.C.), Theoc.5.24, 144, 149, 8.14, Arat.1106, <i>SIG</i> 1024.9 (III a.C.), Nic.<i>Al</i>.151, Ph.1.602, LXX <i>Ge</i>.30.40, <i>Nu</i>.6.12, 29.23, <i>Le</i>.9.3, 12.6, <i>AP</i> 5.205, 6.282 (Theodorus), Ael.<i>NA</i> 4.15, Poll.7.184, Ael.Dion.α 99, Paus.Gr.α 89, Eust.1627.12<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la mansedumbre de carácter ἐσόμεθ' ἀλλήλοισιν ἀμνοὶ τοὺς τρόπους Ar.<i>Pax</i> 935<br /><b class="num">•</b>del Cordero de Dios ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου <i>Eu.Io</i>.1.29, cf. 1.36, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.1.29, 1.36, <i>PBerol</i>.inv.1163.23 (V/VI d.C.) en <i>AfP</i> 21.1971.63.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>H2og<sup>u̯</sup>(h)nós</i>, cf. lat. <i>agnus</i>, aesl. <i>(j)agnę</i>, aingl. <i>ēnian</i>, airl. <i>ūan</i>, etc.
|elrutext='''ἀμνός:''' и ἡ [[ягненок]], [[агнец]] Arph., Theocr., Anth.
}}
}}
{{StrongGR
{{ls
|strgr=[[apparently]] a [[primary]] [[word]]; a [[lamb]]: [[lamb]].
|lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(οῦ, ὁ (from [[Sophocles]] and [[Aristophanes]] [[down]]), a [[lamb]]: [[τοῦ]] θεοῦ, [[consecrated]] to God, [[ἀρνίον]].
|txtha=(οῦ, ὁ (from [[Sophocles]] and [[Aristophanes]] down), a [[lamb]]: τοῦ θεοῦ, [[consecrated]] to God, [[ἀρνίον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και [[ἀμνίς]], Ν [[αμνάδα]])<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του προβάτου, [[αρνί]], [[αρνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[αμνός]] του Θεού» ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.</b><br />το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το [[σώμα]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[κουτός]]<br /><b>2.</b> [[άκακος]], [[πράος]], [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀμνὸς</i> χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα [[προς]] το <i>ἀρὴν</i> ([[ἀρνός]]), για να δηλώσει το [[αρνί]], το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>nos</i> (> <i>abvos</i> > [[ἀμνός]], με [[αφομοίωση]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>ū</i><i>an</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>o</i><i>ū</i><i>an</i>). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. <i>agnus</i> (από όπου τα γαλλ. <i>agneau</i>, ιταλ. <i>agno</i>), αρχ. σλαβ. <i>agnę</i>, αγγλ. <i>yean</i> «[[βελάζω]]»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>hnos</i> (με δασύ χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]] -<i>g</i><sup>ω</sup><i>h</i>- [[αντί]] μέσου ηχηρού -<i>g</i><sup>w</sup>-), εφόσον το υπερωικό -<i>g</i>- στους τύπους αυτούς [[είναι]] αρχικό και όχι (υστερογενές) [[προϊόν]] αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, [[αντί]] του [[αμνός]], ο τ. [[αρνί]]: [[ἀρήν]], <i>ἀρν</i>-<i>ὸς</i> > <i>ἀρνί</i>-<i>ον</i> υποκορ. > <i>αρν</i>-<i>ί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[παῖς]], <i>παιδ</i>-<i>ὸς</i> > <i>παιδ</i>-<i>ίον</i> > <i>παιδ</i>-<i>ί</i>), ενώ ο τ. [[αμνός]] διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής [[κυρίως]] (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. [[ἄρτος]] [[έναντι]] της λ. [[ψωμί]], η [[οἶνος]], [[έναντι]] του [[κρασί]], [[έτσι]] και η λ. <i>ἀμνὸς</i> [[έναντι]] του τ. [[αρνί]] απετέλεσαν μια [[σειρά]] από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη [[γλώσσα]] της λατρείας, ενώ τη [[θέση]] τους στην καθημερινή [[γλώσσα]] πήραν άλλες, [[κατά]] κανόνα, νεώτερες λέξεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμνεῖος]]-<i>ἀμναῖος</i>, [[ἀμνειός]], [[ἀμνίον]], [[ἄμνιος]], [[ἀμνοκῶν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνοσκοπία]], <i>αμνοφαγία</i>].
|mltxt=ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και [[ἀμνίς]], Ν [[αμνάδα]])<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του προβάτου, [[αρνί]], [[αρνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[αμνός]] του Θεού» ο [[Χριστός]]<br /><b>μσν.</b><br />το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το [[σώμα]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανόητος]], [[κουτός]]<br /><b>2.</b> [[άκακος]], [[πράος]], [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀμνὸς</i> χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα [[προς]] το <i>ἀρὴν</i> ([[ἀρνός]]), για να δηλώσει το [[αρνί]], το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>nos</i> (> <i>abvos</i> > [[ἀμνός]], με [[αφομοίωση]])<br />[[πρβλ]]. αρχ. ιρλ. <i>ū</i><i>an</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>o</i><i>ū</i><i>an</i>). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. <i>agnus</i> (από όπου τα γαλλ. <i>agneau</i>, ιταλ. <i>agno</i>), αρχ. σλαβ. <i>agnę</i>, αγγλ. <i>yean</i> «[[βελάζω]]»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE <i>ag</i><sup>w</sup><i>hnos</i> (με δασύ χειλοϋπερωικό [[σύμφωνο]] -<i>g</i><sup>ω</sup><i>h</i>- [[αντί]] μέσου ηχηρού -<i>g</i><sup>w</sup>-), εφόσον το υπερωικό -<i>g</i>- στους τύπους αυτούς [[είναι]] αρχικό και όχι (υστερογενές) [[προϊόν]] αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, [[αντί]] του [[αμνός]], ο τ. [[αρνί]]: [[ἀρήν]], <i>ἀρν</i>-<i>ὸς</i> > <i>ἀρνί</i>-<i>ον</i> υποκορ. > <i>αρν</i>-<i>ί</i> ([[πρβλ]]. [[παῖς]], <i>παιδ</i>-<i>ὸς</i> > <i>παιδ</i>-<i>ίον</i> > <i>παιδ</i>-<i>ί</i>), ενώ ο τ. [[αμνός]] διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής [[κυρίως]] (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. [[ἄρτος]] [[έναντι]] της λ. [[ψωμί]], η [[οἶνος]], [[έναντι]] του [[κρασί]], [[έτσι]] και η λ. <i>ἀμνὸς</i> [[έναντι]] του τ. [[αρνί]] απετέλεσαν μια [[σειρά]] από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη [[γλώσσα]] της λατρείας, ενώ τη [[θέση]] τους στην καθημερινή [[γλώσσα]] πήραν άλλες, [[κατά]] κανόνα, νεώτερες λέξεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμνεῖος]]-<i>ἀμναῖος</i>, [[ἀμνειός]], [[ἀμνίον]], [[ἄμνιος]], [[ἀμνοκῶν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμνοσκοπία]], <i>αμνοφαγία</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνός:''' ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</i>, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]]· βλ. [[ἀρνός]].
|lsmtext='''ἀμνός:''' ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</i>, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]]· βλ. [[ἀρνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμνός:''' ὁ и ἡ ягненок, агнец Arph., Theocr., Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[lamb]] (S.).<br />Other forms: <b class="b3">ἀμνόα πρόβατον</b>, <b class="b3">οἱ δε ἀμνός</b> H., unreliable.<br />Compounds: <b class="b3">ἀμνοκῶν</b> <b class="b2">stupid like a sheep</b> (<b class="b3">κοέω</b>) Taillardat, Images 453. ?<b class="b3">ἀμνοκόμος</b> (Latte for <b class="b3">-κόπος</b>). <b class="b3">ποιμήν</b> H.<br />Derivatives: Special feminine forms: <b class="b3">ἀμνή</b>, <b class="b3">-ά</b> (Cos etc..), <b class="b3">ἀμνίς</b> (Theoc.). Adj.: <b class="b3">ἀμνεῖος</b> (Theoc.); from there <b class="b3">ἀμνεῖον</b>, <b class="b3">ἀμνίον</b>, also <b class="b3">-ός</b>, <b class="b2">inner membrane surrounding the foetus</b> (Emp.).<br />Origin: IE [Indo-European] [9] <b class="b2">*h₂e\/ogʷno-</b> [[lamb]]<br />Etymology: Identical with Lat. [[agnus]] ([[avillus]]). OIr. [[ūan]] with initial <b class="b2">o-</b> (<b class="b2">*h₂o-</b>), OCS <b class="b2">agnę</b> (with long vowel and acute from Winter's Law). However OE [[ēanian]], Engl. [[yean]], Dutch [[oonen]] from PGm. <b class="b2">*aunōn</b> seems to suppose <b class="b2">-gʷʰ-</b> (but there must be another solution). <b class="b2">*o-</b> from [[ovis]]? Schrijver Lar. Lat. 39, 438.
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[lamb]] (S.).<br />Other forms: <b class="b3">ἀμνόα πρόβατον</b>, <b class="b3">οἱ δε ἀμνός</b> H., unreliable.<br />Compounds: [[ἀμνοκῶν]] [[stupid like a sheep]] ([[κοέω]]) Taillardat, Images 453. ?[[ἀμνοκόμος]] (Latte for <b class="b3">-κόπος</b>). [[ποιμήν]] H.<br />Derivatives: Special feminine forms: [[ἀμνή]], <b class="b3">-ά</b> (Cos etc..), [[ἀμνίς]] (Theoc.). Adj.: [[ἀμνεῖος]] (Theoc.); from there [[ἀμνεῖον]], [[ἀμνίον]], also <b class="b3">-ός</b>, [[inner membrane surrounding the foetus]] (Emp.).<br />Origin: IE [Indo-European] [9] <b class="b2">*h₂e/ogʷno-</b> [[lamb]]<br />Etymology: Identical with Lat. [[agnus]] ([[avillus]]). OIr. [[ūan]] with initial [[o-]] (<b class="b2">*h₂o-</b>), OCS [[agnę]] (with long vowel and acute from Winter's Law). However OE [[ēanian]], Engl. [[yean]], Dutch [[oonen]] from PGm. <b class="b2">*aunōn</b> seems to suppose [[-gʷʰ-]] (but there must be another solution). <b class="b2">*o-</b> from [[ovis]]? Schrijver Lar. Lat. 39, 438.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[lamb]], Soph., Ar.; ἄμνοι τοὺς τρόπους, lambs in [[temper]], Ar.:—for the [[oblique]] cases, [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]] are used; v. [[ἀρνός]].
|mdlsjtxt=a [[lamb]], Soph., Ar.; ἄμνοι τοὺς τρόπους, lambs in [[temper]], Ar.:—for the [[oblique]] cases, [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]] are used; v. [[ἀρνός]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀμνός''': {amnós}<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': [[Lamm]] (S., Ar., Theok., LXX usw.).<br />'''Derivative''': Besondere Femininformen: [[ἀμνή]], -ά (Kos, Gortyn u. a.), [[ἀμνάς]] (LXX usw.), [[ἀμνίς]] (Theok.). Adjektiva: [[ἀμνεῖος]] (Theok.), ἀμναῖος (Pap.) ‘aus Lamm(fell) gemacht’; daraus wohl übertragen ἀμνεῖον, [[ἀμνίον]], auch [[ἀμνειός]], [[ἄμνιος]] [[inneres Häutchen des Fötus]] (Emp., ''Hippiatr''., Sor., Gal.). — Unklar und zweifelhaft: [[ἀμνόα]]· [[πρόβατον]], οἱ δὲ [[ἀμνός]] H.<br />'''Etymology''' : [[ἀμνός]] kann mit lat. ''agnus'' urverwandt sein (gemeinsame Grundform idg. *''ag<sup>u̯</sup>nos''). Im Keltischen, Germanischen, Slavischen kommen ähnliche Formen vor, die jedoch in Einzelheiten voneinander abweichen: air. ''ūan'' mit anlautendem ''ŏ''-, aksl. ''agnę'' mit anl. ''ō''- oder ''ā''-, ags. ''ēanian'', engl. ''yean'' [[lammen]] aus urg. *''aunōn'' mit mehrdeutigem Anlaut. Näheres Thurneysen A Gram. of Old Irish 137, WP. 1, 39, Pok. 9, W.-Hofmann s. ''agnus''.<br />'''Page''' 1,93-94
|ftr='''ἀμνός''': {amnós}<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': [[Lamm]] (S., Ar., Theok., [[LXX]] usw.).<br />'''Derivative''': Besondere Femininformen: [[ἀμνή]], -ά (Kos, Gortyn u. a.), [[ἀμνάς]] (LXX usw.), [[ἀμνίς]] (Theok.). Adjektiva: [[ἀμνεῖος]] (Theok.), ἀμναῖος (Pap.) ‘aus Lamm(fell) gemacht’; daraus wohl übertragen ἀμνεῖον, [[ἀμνίον]], auch [[ἀμνειός]], [[ἄμνιος]] [[inneres Häutchen des Fötus]] (Emp., ''Hippiatr''., Sor., Gal.). — Unklar und zweifelhaft: [[ἀμνόα]]· [[πρόβατον]], οἱ δὲ [[ἀμνός]] H.<br />'''Etymology''': [[ἀμνός]] kann mit lat. ''agnus'' urverwandt sein (gemeinsame Grundform idg. *''ag<sup>u̯</sup>nos''). Im Keltischen, Germanischen, Slavischen kommen ähnliche Formen vor, die jedoch in Einzelheiten voneinander abweichen: air. ''ūan'' mit anlautendem ''ŏ''-, aksl. ''agnę'' mit anl. ''ō''- oder ''ā''-, ags. ''ēanian'', engl. ''yean'' [[lammen]] aus urg. *''aunōn'' mit mehrdeutigem Anlaut. Näheres Thurneysen A Gram. of Old Irish 137, WP. 1, 39, Pok. 9, W.-Hofmann s. ''agnus''.<br />'''Page''' 1,93-94
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢mnÒj 暗挪士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':羔羊 相當於: ([[צֹאן]]&#x200E;)  ([[שֶׂה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':羔羊^,一歲大的羊,羊羔。這字四次使用,都是隱喻的指著基督說的。<br />'''同義字''':1) ([[ἀμνός]])羔羊 2) ([[ἀρήν]])羔羊 3) ([[ἀρνίον]])小羊 4) ([[προβάτιον]] / [[πρόβατον]])羊<br />'''出現次數''':總共(4);約(2);徒(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 羔羊(3) 約1:29; 約1:36; 彼前1:19;<br />2) 羊羔(1) 徒8:32
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀρνί]]). Ἀπό τό ἀϝνός → ἀβνός → [[ἀμνός]].
}}
{{trml
|trtx====[[lamb]]===
Abkhaz: а-сыс, а-ҭсыс; Adyghe: шъынэ; Albanian: qengj, bec, sheleg, rrunë; Arabic: حَمَل, خَرُوف; Egyptian Arabic: أُوزي; Moroccan Arabic: خروف, خروفة, نعجة, حولي; South Levantine Arabic: خروف; Armenian: գառ; Old Armenian: գառն; Aromanian: njel, njauã, njioarã; Asturian: corderu; Avar: къегӏер; Azerbaijani: quzu; Bakhtiari: بره; Bashkir: бәрәс; Basque: arkume; Bats: ბოტ, ბოჰ̡, ჩუჲხი̂; Belarusian: ягня, ягнё, баранчык; Breton: oan; Bulgarian: агне; Burmese: သိုးကလေး; Buryat: хурьган; Catalan: xai, anyell, corder, be; Chechen: ӏахар; Chinese Mandarin: 羊羔, 羔, 羔羊; Chuvash: путек; Classical Nahuatl: ichcaconētl; Cornish: on; Crimean Tatar: qozu; Czech: jehně, beránek; Dalmatian: anjial, sugol; Danish: lam; Dutch: [[lam]], [[lammetje]]; Esperanto: ŝafido; Estonian: tall; Faroese: lamb; Finnish: karitsa; French: [[agneau]], [[agnelle]]; Old French: agniau; Friulian: agnel; Galician: año, rexelo, neixente,cordeiro, andosco, carruxo, añagota; Georgian: ბატკანი, კრავი; German: [[Lamm]]; Gothic: 𐍅𐌹𐌸𐍂𐌿𐍃, 𐌻𐌰𐌼𐌱; Greek: [[αρνί]]; Ancient Greek: [[ἀμνά]], [[ἀμνάς]], [[ἀμνή]], [[ἀμνίς]], [[ἀμνός]], [[ἀρήν]], [[ἀρνίον]], [[ἀρνός]], [[φάγιλος]]; Greenlandic: savaaraq; Hebrew: טָלֶה, שֶׂה; Hindi: बर्रा, मेमना; Hungarian: bárány; Icelandic: lamb; Ido: mutonyuno, mutonyunulo, mutonyunino; Indonesian: anak domba, cempe; Ingrian: voonna; Ingush: ӏаьхарг; Irish: uan; Old Irish: úan; Italian: [[agnello]], [[agnellino]], [[agnella]]; Japanese: 子羊, 小羊, ラム; Javanese: ꦕꦼꦩ꧀ꦥꦺ; Kabardian: щынэ; Kalmyk: хурһн; Kashmiri: چھِرٕ; Korean: 어린양; Kurdish Central Kurdish: بەرخ; Laki: وەرک, ڤەرک; Northern Kurdish: berx; Southern Kurdish: وەرک; Latin: [[agnus]], [[agnellus]]; Latvian: jērs; Laz: მჩხუიში თიკანი; Lithuanian: ėriukas; Livonian: ūoņki; Low German: Lamm, Schaaplamm, Schooplamm, Bählamm, Bucklamm, Aulamm; Macedonian: јагне; Malay: anak biri-biri; Maltese: ħaruf; Manx: eayn; Maori: reme; Marathi: कोकरू; Mariupol Greek: арны; Mazanderani: ورکا; Megleno-Romanian: ńel; Mi'kmaq: jijgluewji'j anim; Mingrelian: კირიბი; Mongolian: хурга; Navajo: dibé yázhí; Norman: angné; Norwegian: lam; Occitan: anhèl, anhèla; Old Church Slavonic Cyrillic: агнѧ, агньць; Old East Slavic: агньць, ꙗгнѧ, агнѧ; Old English: lamb; Old Norse: lamb; Ossetian: уӕрыкк, далыс; Ottoman Turkish: قوزی; Persian: بره; Polish: jagnię, baranek; Portuguese: [[anho]], [[cordeiro]]; Punjabi: ਲੇਲਾ; Romanian: miel, mioară, mia; Romansch: agnè, tschut; Russian: [[ягнёнок]], [[агнец]], [[барашек]]; Sardinian: angione, anzone, bitti; Saterland Frisian: Loum; Scots: lammie; Scottish Gaelic: uan; Serbo-Croatian Cyrillic: јагње, јање; Roman: jagnje, janje; Sicilian: agneddu; Slovak: jahňa, baránok; Slovene: jágnje; Sorbian Lower Sorbian: jagnje; Spanish: [[cordero]]; Svan: ჟინაღ; Swahili: mwanakondoo; Swedish: lamm; Tagalog: kordero; Taos: kʼùoʼȕʼúna; Tarifit: izmar; Turkish: kuzu; Ugaritic: 𐎛𐎎𐎗; Ukrainian: ягня, ягнятко, баранчик; Uyghur: پاقلان; Venetian: agneło, agnel, gnel, ciot, gnelot; Vietnamese: cừu con, cừu non; Volapük: jipül, hijipül, jijipül, jipülil, liäm, smajip, sugajipül, sugahijipül, sugajijipül; Votic: talli, võdnõ; Walloon: bedot, agnea; Welsh: oen; West Frisian: lamme; Wolof: mbote mi; Yakut: бараан оҕото; Yiddish: לאַם; Zazaki: kavırek, kavır
}}
}}