ἀσφαλίζω: Difference between revisions

cc1
(c1)
(cc1)
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀσφαλίζω]] και -ομαι) [[ασφαλής]]<br /><b>1.</b> [[προφυλάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[κάστρο]] <b>κ.λπ.</b>) [[κάνω]] ασφαλές, [[οχυρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εξασφαλίζω]], [[παρέχω]] [[βεβαιότητα]], [[κατοχυρώνω]]<br /><b>4.</b> [[κλείνω]] καλά, [[κλειδώνω]]<br />1| <b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δεσμεύω]]<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] περιορισμό, [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> (-ίζω και -ίζομαι) εξασφαλίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[σύμβαση]] με [[εγγύηση]] για [[αποζημίωση]] σε [[περίπτωση]] θανάτου, ατυχήματος, αδυναμίας [[προς]] [[εργασία]] (προσώπων), απώλειας ή καταστροφής (περιουσιακών στοιχείων)<br /><b>2.</b> (για όπλο) [[κατεβάζω]] τη [[σφύρα]] στην [[εγκοπή]] της ασφάλειας του όπλου<br /><b>μσν.</b><br />[[βεβαιώνω]]<br />| <b>αρχ.</b> [[επιτηρώ]], [[φρουρώ]].
|mltxt=(AM [[ἀσφαλίζω]] και -ομαι) [[ασφαλής]]<br /><b>1.</b> [[προφυλάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[κάστρο]] <b>κ.λπ.</b>) [[κάνω]] ασφαλές, [[οχυρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εξασφαλίζω]], [[παρέχω]] [[βεβαιότητα]], [[κατοχυρώνω]]<br /><b>4.</b> [[κλείνω]] καλά, [[κλειδώνω]]<br />1|<b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δεσμεύω]]<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] περιορισμό, [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> (-ίζω και -ίζομαι) εξασφαλίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[σύμβαση]] με [[εγγύηση]] για [[αποζημίωση]] σε [[περίπτωση]] θανάτου, ατυχήματος, αδυναμίας [[προς]] [[εργασία]] (προσώπων), απώλειας ή καταστροφής (περιουσιακών στοιχείων)<br /><b>2.</b> (για όπλο) [[κατεβάζω]] τη [[σφύρα]] στην [[εγκοπή]] της ασφάλειας του όπλου<br /><b>μσν.</b><br />[[βεβαιώνω]]<br />|<b>αρχ.</b> [[επιτηρώ]], [[φρουρώ]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢sfal⋯zw 阿-士法利索<p>'''詞類次數''':動詞(4)<p>'''原文字根''':不-動搖 相當於: ([[אָמֵץ]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':使穩妥,妥當,把守妥當,拴;源自([[ἀσφαλής]])=穩妥的);由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[σφάζω]])X*=失敗,失足)組成。參讀 ([[ἀγρυπνέω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(4);太(3);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 把守妥當(2) 太27:65; 太27:66;<p>2) 妥當的拴(1) 徒16:24;<p>3) 把守得妥當(1) 太27:64
|sngr='''原文音譯''':¢sfal⋯zw 阿-士法利索<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':不-動搖 相當於: ([[אָמֵץ]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':使穩妥,妥當,把守妥當,拴;源自([[ἀσφαλής]])=穩妥的);由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[σφάζω]])X*=失敗,失足)組成。參讀 ([[ἀγρυπνέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(4);太(3);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 把守妥當(2) 太27:65; 太27:66;<br />2) 妥當的拴(1) 徒16:24;<br />3) 把守得妥當(1) 太27:64
}}
}}