3,273,731
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. | |lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |