καθίστημι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathistimi
|Transliteration C=kathistimi
|Beta Code=kaqi/sthmi
|Beta Code=kaqi/sthmi
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ [[τῶν]] πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθ-ίστημι act. en med. met acc., causat., Ion. κατίστημι; sigm. aor. κατέστησα en med. κατεστησάμην, aor. pass. κατεστάθην; fut. καταστήσω, fut. pass. κατασταθήσομαι doen staan, neerzetten:; κρητῆρα... κάθιστα zet een mengvat neer Il. 9.202; νῆα κατάστησον zet het schip aan land Od. 12.185; κ. πόδα de voet neerzetten Eur. Ba. 184; (terug)zetten, (terug)brengen:. μ ( ε ) Πύλονδε καταστῆσαι mij in Pylos aan land zetten Od. 13.274; πρὶν ἐς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον voordat ik jouw leven naar het licht (d.w.z. in veiligheid) heb gebracht Eur. Alc. 362; πάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ dat hij hem veilig en ongedeerd terug zou laten gaan naar het fort Thuc. 3.34.3; κ. ἐς ἔλεγχόν τινα iem. voor gerechtelijk onderzoek voorgeleiden Hdt. 1.209.5; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν zich beschikbaar stellen voor onderzoek Thuc. 1.131.2. aanstellen:; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι nadat ze bij henzelf een alleenheerser hadden aangesteld Hdt. 5.92.α 2; εἰς τὸ προσφέρειν... καθίσταται hij wordt aangesteld om op te dragen NT Hebr. 8.3; met inf. van doel:; κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ hij stelde zijn eigen zoon aan om alleenheerser te zijn Hdt. 5.94.1; κυβερνᾶν κατασταθείς aangesteld om te sturen Xen. Mem. 1.7.3; instellen:; νόμους κ. wetten instellen Eur. Or. 892; οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν degenen die muzikale opvoeding hebben ingesteld Plat. Resp. 410b; ook med.:; τοῦτο βουλευτήριον... φρούρημα γῆς καθίσταμαι deze raad stel ik in als bescherming van ons land Aeschl. Eum. 706; ( milit. ) opstellen:. εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα hij stelde zijn falanx in dezelfde formatie ertegenover op Xen. An. 1.10.10. (in een bepaalde toestand) brengen, in orde brengen, regelen:; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει hij regelde de situatie bij Mytilene naar eigen inzicht Thuc. 3.35.2; met dubbele acc.:; ψευδῆ γ ’ ἐμαυτὸν οὐ καταστήσω ik zal mijzelf niet tot leugenaar maken Soph. Ant. 657; ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον zij maken de mens stom en dom Hp MS 10; κ. ἐς ἀπορίαν iem. tot radeloosheid brengen Thuc. 7.75.4; κ. εἰς ἀνάγκην in een noodsituatie brengen Lys. 3.3; met inf.:; κ. τινὰ φεύγειν iem. doen vluchten Thuc. 2.84; met acc. en ptc.: κλαίοντα κ. τινά iem. tot tranen brengen Eur. Andr. 635. tot stand brengen:. πάννυχοι... διάπλουν καθίστασαν de hele nacht lieten zij de schepen op en neer varen Aeschl. Pers. 382; τὴν ζόην καταστήσατο ἀπ ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων hij verdiende de kost met de meest gruwelijke praktijken Hdt. 8.105.1; τοῖς Λακεδαιμονίοις οὐκ ἂν... χάρις καθίσταιτο aan de Spartanen zal zeker geen dank gebracht worden Thuc. 4.86.5. intrans., Ion. κατίσταμαι; met stamaor. κατέστην of θη - aor. κατεστάθην; perf. καθέστηκα, Ion. κατέστηκα; fut. perf. καθεστήξω zich vestigen, ergens komen, met prep.:; κ. ἐς ὄψιν voor iem. verschijnen Hdt. 7.29.1; κ. ἐς Ῥήγιον zich in Rhegium vestigen Thuc. 3.86.5; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε hij verscheen in de volksvergadering en sprak Thuc. 4.84.2; perf. zich bevinden: ὅποι καθέσταμεν waar wij ons bevinden. Soph. OC 23. aantreden:; δεσπότης καθέστηκα ik sta hier als jullie meester Eur. HF 142; ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες wanneer de regeerders zijn aangetreden Plat. Resp. 543b; milit. perf. opgesteld staan:; φρουρὴ ἐν αὐτῷ κατεστήκεε daar stond een grenspost opgesteld Hdt. 7.59.1; overdr.:; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς de adviseurs vormen een tegenwicht tegen de leden van de raad Aristot. Pol. 1299b 37; perf. vastgesteld zijn, vaststaan:; οἱ καθεστῶτες νόμοι de bestaande wetten Soph. Ant. 1113; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος de wet die voor de stervelingen vast staat Eur. Hipp. 91; ἐν τῇ καθεστηκυῖᾳ ἡλικίᾳ in de kracht van ons leven Thuc. 2.36.3; zijn:; οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστᾶσι sommigen zijn oogartsen Hdt. 2.84; φονέα με φησί... καθεστάναι hij beweert dat ik de moordenaar ben Soph. OT 703; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in welke toestand bevinden jullie je? Soph. OT 10; ptc. subst.: τὰ καθεστῶτα de toestand Soph. Ant. 1160; οἱ καθεστηκότες de mannen van middelbare leeftijd Hp. Aph. 1.13; τὰ τότε καθεστῶτα de toenmalige gebruiken Plat. Lg. 798b; ἔξω... τοῦ καθεστηκότος buiten zinnen Luc. 34.5. (in een bepaalde situatie) komen, worden:; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης jij bent een trouwe wachter voor mij gebleken Soph. OC 356; ἀνάγκη ἄν εἴη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι dan zou het onvermijdelijk zijn dat de zeeslag in een veldslag veranderde Thuc. 2.89.8; geneesk.:; οὖρα... οὐδὲν καθισταμένα de urine zonder bezinksel Hp. Epid. 1.2; met gen.:; πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν meer dan de prijs waarop het (het timmerhout) mij was komen te staan And. 2.11; met prep.:; ἀντὶ φίλου πολέμιον κ. van vriend tot vijand worden Hdt. 1.87.3; ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι dat hun verdediging dan een veilige basis heeft Hp MS 2; ἐς μάχην κ. in gevecht raken Hdt. 3.45.2; ἐς φόβον καταστάντων aan angst ten prooi gevallen Thuc. 2.81.6; ook met aor. pass.:; οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαῒ λυγρῇ die toen in een fel gevecht belandden met de Titanen Hes. Th. 674; als perifrase:; ἄπαρνος δ ’ οὐδενὸς καθίστατο zij ontkende niets Soph. Ant. 435; κρυπτὸς καταστάς zich verborgen hebbend Eur. Andr. 1064; pregn.: tot rust komen, bedaren:; λέξον καταστάς spreek wanneer je tot rust gekomen bent Aeschl. Pers. 295; ἐπείτε δὲ κατέστη θόρυβος toen het rumoer bedaard was Hdt. 3.80.1; πνεῦμα... καθεστηκός een rustige wind Aristoph. Ran. 1003; geneesk. herstellen:. ἢν μὲν ἐν μηνὶ καθιστῆται als men in een maand herstelt Hp. Vict. 3.76; τὸ οἴδημα μὴ καθιστάμενον als de zwelling niet slinkt Hp. Prog. 7. tot stand komen, ontstaan:. εὐθὺς καθισταμένου meteen bij het uitbreken (van de oorlog) Thuc. 1.1.1.
|elnltext=καθ-ίστημι act. en med. met acc., causat., Ion. κατίστημι; sigm. aor. κατέστησα en med. κατεστησάμην, aor. pass. κατεστάθην; fut. καταστήσω, fut. pass. κατασταθήσομαι doen staan, neerzetten:; κρητῆρα... κάθιστα zet een mengvat neer Il. 9.202; νῆα κατάστησον zet het schip aan land Od. 12.185; κ. πόδα de voet neerzetten Eur. Ba. 184; (terug)zetten, (terug)brengen:. μ ( ε ) Πύλονδε καταστῆσαι mij in Pylos aan land zetten Od. 13.274; πρὶν ἐς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον voordat ik jouw leven naar het licht (d.w.z. in veiligheid) heb gebracht Eur. Alc. 362; πάλιν αὐτὸν καταστήσειν ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ dat hij hem veilig en ongedeerd terug zou laten gaan naar het fort Thuc. 3.34.3; κ. ἐς ἔλεγχόν τινα iem. voor gerechtelijk onderzoek voorgeleiden Hdt. 1.209.5; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν zich beschikbaar stellen voor onderzoek Thuc. 1.131.2. aanstellen:; τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι nadat ze bij henzelf een alleenheerser hadden aangesteld Hdt. 5.92.α 2; εἰς τὸ προσφέρειν... καθίσταται hij wordt aangesteld om op te dragen NT Hebr. 8.3; met inf. van doel:; κατέστησε τύραννον εἶναι παῖδα τὸν ἑωυτοῦ hij stelde zijn eigen zoon aan om alleenheerser te zijn Hdt. 5.94.1; κυβερνᾶν κατασταθείς aangesteld om te sturen Xen. Mem. 1.7.3; instellen:; νόμους κ. wetten instellen Eur. Or. 892; οἱ καθιστάντες μουσικῇ... παιδεύειν degenen die muzikale opvoeding hebben ingesteld Plat. Resp. 410b; ook med.:; τοῦτο βουλευτήριον... φρούρημα γῆς καθίσταμαι deze raad stel ik in als bescherming van ons land Aeschl. Eum. 706; ( milit. ) opstellen:. εἰς τὸ αὐτὸ σχῆμα κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα hij stelde zijn falanx in dezelfde formatie ertegenover op Xen. An. 1.10.10. (in een bepaalde toestand) brengen, in orde brengen, regelen:; καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην ᾗ αὐτῷ ἐδόκει hij regelde de situatie bij Mytilene naar eigen inzicht Thuc. 3.35.2; met dubbele acc.:; ψευδῆ γ ’ ἐμαυτὸν οὐ καταστήσω ik zal mijzelf niet tot leugenaar maken Soph. Ant. 657; ἄφωνον καθιστᾶσι καὶ ἄφρονα τὸν ἄνθρωπον zij maken de mens stom en dom Hp MS 10; κ. ἐς ἀπορίαν iem. tot radeloosheid brengen Thuc. 7.75.4; κ. εἰς ἀνάγκην in een noodsituatie brengen Lys. 3.3; met inf.:; κ. τινὰ φεύγειν iem. doen vluchten Thuc. 2.84; met acc. en ptc.: κλαίοντα κ. τινά iem. tot tranen brengen Eur. Andr. 635. tot stand brengen:. πάννυχοι... διάπλουν καθίστασαν de hele nacht lieten zij de schepen op en neer varen Aeschl. Pers. 382; τὴν ζόην καταστήσατο ἀπ ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων hij verdiende de kost met de meest gruwelijke praktijken Hdt. 8.105.1; τοῖς Λακεδαιμονίοις οὐκ ἂν... χάρις καθίσταιτο aan de Spartanen zal zeker geen dank gebracht worden Thuc. 4.86.5. intrans., Ion. κατίσταμαι; met stamaor. κατέστην of θη - aor. κατεστάθην; perf. καθέστηκα, Ion. κατέστηκα; fut. perf. καθεστήξω zich vestigen, ergens komen, met prep.:; κ. ἐς ὄψιν voor iem. verschijnen Hdt. 7.29.1; κ. ἐς Ῥήγιον zich in Rhegium vestigen Thuc. 3.86.5; καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε hij verscheen in de volksvergadering en sprak Thuc. 4.84.2; perf. zich bevinden: ὅποι καθέσταμεν waar wij ons bevinden. Soph. OC 23. aantreden:; δεσπότης καθέστηκα ik sta hier als jullie meester Eur. HF 142; ὅταν καταστῶσιν οἱ ἄρχοντες wanneer de regeerders zijn aangetreden Plat. Resp. 543b; milit. perf. opgesteld staan:; φρουρὴ ἐν αὐτῷ κατεστήκεε daar stond een grenspost opgesteld Hdt. 7.59.1; overdr.:; οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς de adviseurs vormen een tegenwicht tegen de leden van de raad Aristot. Pol. 1299b 37; perf. vastgesteld zijn, vaststaan:; οἱ καθεστῶτες νόμοι de bestaande wetten Soph. Ant. 1113; βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος de wet die voor de stervelingen vast staat Eur. Hipp. 91; ἐν τῇ καθεστηκυῖᾳ ἡλικίᾳ in de kracht van ons leven Thuc. 2.36.3; zijn:; οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστᾶσι sommigen zijn oogartsen Hdt. 2.84; φονέα με φησί... καθεστάναι hij beweert dat ik de moordenaar ben Soph. OT 703; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in welke toestand bevinden jullie je? Soph. OT 10; ptc. subst.: τὰ καθεστῶτα de toestand Soph. Ant. 1160; οἱ καθεστηκότες de mannen van middelbare leeftijd Hp. Aph. 1.13; τὰ τότε καθεστῶτα de toenmalige gebruiken Plat. Lg. 798b; ἔξω... τοῦ καθεστηκότος buiten zinnen Luc. 34.5. (in een bepaalde situatie) komen, worden:; φύλαξ δέ μου πιστὴ κατέστης jij bent een trouwe wachter voor mij gebleken Soph. OC 356; ἀνάγκη ἄν εἴη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι dan zou het onvermijdelijk zijn dat de zeeslag in een veldslag veranderde Thuc. 2.89.8; geneesk.:; οὖρα... οὐδὲν καθισταμένα de urine zonder bezinksel Hp. Epid. 1.2; met gen.:; πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν meer dan de prijs waarop het (het timmerhout) mij was komen te staan And. 2.11; met prep.:; ἀντὶ φίλου πολέμιον κ. van vriend tot vijand worden Hdt. 1.87.3; ἐν ἀσφαλεῖ καθίσταιντο αὐτῶν αἱ ἀπολογίαι dat hun verdediging dan een veilige basis heeft Hp MS 2; ἐς μάχην κ. in gevecht raken Hdt. 3.45.2; ἐς φόβον καταστάντων aan angst ten prooi gevallen Thuc. 2.81.6; ook met aor. pass.:; οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαῒ λυγρῇ die toen in een fel gevecht belandden met de Titanen Hes. Th. 674; als perifrase:; ἄπαρνος δ ’ οὐδενὸς καθίστατο zij ontkende niets Soph. Ant. 435; κρυπτὸς καταστάς zich verborgen hebbend Eur. Andr. 1064; pregn.: tot rust komen, bedaren:; λέξον καταστάς spreek wanneer je tot rust gekomen bent Aeschl. Pers. 295; ἐπείτε δὲ κατέστη θόρυβος toen het rumoer bedaard was Hdt. 3.80.1; πνεῦμα... καθεστηκός een rustige wind Aristoph. Ran. 1003; geneesk. herstellen:. ἢν μὲν ἐν μηνὶ καθιστῆται als men in een maand herstelt Hp. Vict. 3.76; τὸ οἴδημα μὴ καθιστάμενον als de zwelling niet slinkt Hp. Prog. 7. tot stand komen, ontstaan:. εὐθὺς καθισταμένου meteen bij het uitbreken (van de oorlog) Thuc. 1.1.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj