3,274,399
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotimao | |Transliteration C=apotimao | ||
|Beta Code=a)potima/w | |Beta Code=a)potima/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[fail to honour]], [[slight]], h.Merc.35, Call.''Fr.''103, ''IG''14.1389ii33.<br><span class="bld">2</span> Pass., to [[be disfranchised]], Phleg.''Olymp.Fr.''14.<br><span class="bld">II</span> [[value]], <b class="b3">τὰ χρήματα</b>, of the owner, J.''AJ''18.1.1:—Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; [[fix a price by valuation]], <b class="b3">δίμνεως ἀποτιμησάμενοι</b> having fixed their [[price]] at two [[mina]]e a head, [[Herodotus|Hdt.]]5.77; <b class="b3">ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι</b> [[value]] it at a high price (i.e. to offer a great [[deal]]) that they may not be [[ugly]], Hp.''Art.''37:—Pass., to [[be valued]], <b class="b3">πλειόνων χρημάτων</b> Catalog. ap. D.18.106.<br><span class="bld">2</span> [[measure]], μέτρον γῆς J.''AJ''5.1.21.<br><span class="bld">III</span> as law-term,<br><span class="bld">1</span> in Act., [[mortgage]] a [[property]], D.30.28,41.7.<br><span class="bld">2</span> Pass., of the property, to [[be pledged]] or [[be mortgaged]], Id.30.4; τινὶ εἰς προῖκα ''IG''12(7).57 (Amorgos), cf. ib.2.1138. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀποτῑμάω) <b class="num">I</b> [[despreciar]], [[desestimar]] ὄφελός τι μοι ἔσσῃ, οὐδ' ἀποτιμήσω Hermes a la tortuga <i>h.Merc</i>.35, πίτυν en favor de otra planta, Call.<i>SHell</i>.265.8, cf. <i>IG</i> 14.1389.II.33 (Roma II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[sentir desagrado]] c. gen. de precio οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι Hp.<i>Art</i>.37.<br /><b class="num">II</b> gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[estimar]], [[valorar]], [[evaluar]] ἔλυσάν σφεας δίμνεως ἀποτιμησάμενοι los soltaron (a los rehenes) al precio de dos minas</i> Hdt.5.77, ἀποτιμήσασθαι τῆς τε εὐδαίμονος ἰδίᾳ τὸ μέτρον γῆς καὶ τῆς ἧσσον ἀγαθῆς evaluar en particular la extensión de la tierra fértil y la de la no tan buena</i> I.<i>AI</i> 5.76, en v. pas. c. gen. de precio ἐὰν δὲ πλειόνων ἡ οὐσία ἀποτετιμημένη ᾖ χρημάτων Catálogo en D.18.106, cf. <i>POxy</i>.2112.6 (II d.C.) en <i>BL</i> 2(2).104.<br /><b class="num">2</b> [[estimar]], [[tasar]] a efectos del censo romano [[declarar el valor de]], [[hacer la estimación de]], [[censar]] propiedades y pers. ἀποτιμησόμενός τε αὐτῶν τὰς οὐσίας para hacer el censo y evaluación de sus propiedades (las de los judíos)</i> I.<i>AI</i> 18.2, cf. 17.355, Harp.s.u. ἀποτιμηταί<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act. χρήματα I.<i>AI</i> 18.3, en v. pas. Ῥωμαίων ... ἀπετιμήθησαν μυριάδες [[ἐνενήκοντα]] καὶ μία Phleg.12.6.<br /><b class="num">III</b> [[hipotecar]] convencionalmente para garantizar la dote, abs. οὐκ ἀποτετιμηκώς D.30.28, ὅσα τις ἀπετίμησεν D.41.7<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀντὶ τῆς προικὸς ἀποτετιμῆσθαι τὸ χωρίον D.30.26, ὅρος οἰκίας ἐν προικὶ ἀποτετιμημένης <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2673.2 (IV/III a.C.), cf. <i>IG</i> 12(7).56, 57 (Arcesine III a.C.), Is.<i>Fr</i>.45, la herencia de un huérfano, Harp.s.u. ἀποτιμηταί<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[hacer el préstamo hipotecario]] ὁ μὲν δοὺς τὸ [[ἀποτίμημα]] ἐνεργετικῶς ἀποτιμᾶν, ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι Harp.s.u. ἀποτιμηταί. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀποτιμῶ]] :<br /><b>1</b> [[traiter sans considération]], [[mépriser]];<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> prendre hypothèque sur une propriété;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτιμάομαι]], [[ἀποτιμῶμαι]];<br /><b>1</b> [[évaluer pour soi]] : [[δίμνεως]] HDT à deux mines;<br /><b>2</b> [[laisser prendre hypothèque sur sa propriété]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτῑμάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отказывать в почтении]], [[пренебрегать]], [[презирать]] HH;<br /><b class="num">2</b> med. оценивать: διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. назначив цену в две мины; πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. оцененный выше;<br /><b class="num">3</b> [[брать ссуду под залог имущества]], [[закладывать имущество]] Dem.;<br /><b class="num">4</b> med. [[брать в залог]], [[давать ссуду под залог]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k. | |lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀποτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από το να τιμάται, [[ατιμάζω]], [[καταισχύνω]], [[περιφρονώ]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[ορίζω]] την [[τιμή]] ενός αντικειμένου ή αγαθού [[κατόπιν]] εκτιμήσεως· [[δίμνεως]] ἀποτιμησάμενοι, καθορίζοντας την [[τιμή]] τους στις [[δύο]] μνες τα [[κάθε]] ένα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, Ενεργ., δανείζομαι χρήματα βάζοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Μέσ., [[δανείζω]] χρήματα λαμβάνοντας [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] — Παθ., λέγεται για την [[ιδιοκτησία]] ή την [[περιουσία]], είμαι υποθηκευμένος, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to put [[away]] from [[honour]], to [[dishonour]], [[slight]], Hhymn.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to fix a [[price]] by [[valuation]], διμνέως ἀποτιμησάμενοι having [[fixed]] [[their]] [[price]] at two [[minae]] a [[head]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> as Attic law [[term]], Act. to [[borrow]] [[money]] on [[mortgage]]; Mid. to [[lend]] on [[mortgage]]; Pass. of the [[property]], to be mortgaged, Dem. | ||
}} | }} |